Η επιλεκτική επίθεση «αγάπης» προς την Ευρώπη και την έννομή της τάξη ήταν όλως εφήμερη και, φοβούμαι, εργαλειακή. Διήρκεσε όσο «χρειάστηκε», για να συναχθούν δήθεν υποβοηθητικά «επιχειρήματα» στο θέμα της ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ. Το τελευταίο διάστημα ο καταγγελτικός λόγος κατά ευρωπαϊκών οργάνων, από το Ευρωκοινοβούλιο μέχρι την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, προβληματίζει διττά: Στηρίζεται σε μια σαφώς πλημμελή, ελπίζω ακούσια, ανάγνωση και κατανόηση κρίσιμων παραμέτρων του ευρωπαϊκού δικαίου και της επενέργειας που εξασκεί στις έννομες τάξεις των κρατών-μελών ειδικώς επί θεμάτων προστασίας του κράτους δικαίου, αλλά και παραπέμπει σε σταθερά αντανακλαστικά που παρουσιάζει ο αυταρχικός λαϊκισμός που ενδημεί σε διάφορα κράτη-μέλη (πολυσυζητημένα και χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Ουγγαρίας και της Πολωνίας). Αυτά τα αντανακλαστικά έχουν το εξής βασικό χαρακτηριστικό: Είναι καλή και άκρως ευπρόσδεκτη η δαψιλής οικονομική ενίσχυση από την ΕΕ, αλλά όχι και ο έλεγχος που ασκούν σε θέματα κράτους δικαίου και προστασίας του τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Ο παλιός «αντιμνημονιακός»λαϊκισμός επανήχησε με φορείς αυτή τη φορά τους κατ’ εξοχήν, ως αποδεικνύεται μάλλον καιροσκοπικούς, τότε «κατηγόρους» του: Δεν δεχόμαστε ευρωπαίους «κομισάριους», «δερβέναγες», δεν είμαστε «αποικία» και άλλα συναφή. Αντιθέτως και ταυτοχρόνως, ο Πρωθυπουργός, στο πλαίσιο συνάντησής του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς την ΕΕ για τη γενναιόδωρη διάθεση στη χώρα μας πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, γεγονός που «είναι σημαντικό να αναδεικνύουμε απέναντι στις φωνές του λαϊκισμού και του στείρου ευρωσκεπτικισμού…».
Ας είμαστε σαφείς: Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι ένα ανεξάρτητο όργανο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αρμόδιο να ερευνά, να διώκει και να παραπέμπει ενώπιον της Δικαιοσύνης πιθανά εγκλήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ. Η ΕΕ είχε χρηματοδοτήσει το έργο της τηλεδιοίκησης για το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο, έργο που αν είχε ολοκληρωθεί, η τραγωδία των Τεμπών θα είχε κατά πάσα πιθανότητα αποφευχθεί. Συνεπώς προφανώς και υφίσταται αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να διερευνήσει σε βάθος το τι εν τέλει συνέβη με τους ενωσιακούς πόρους που διετέθησαν. Η ύπαρξη του εξόχως προβληματικού (για να το διατυπώσουμε ηπίως) εθνικού μας νομοθετικού πλαισίου για τη διερεύνηση πιθανών ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων τελεί, εκτός όλων των άλλων, σε σχέση προβληματικής συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο, κατ’ εξοχήν δε όταν τυγχάνει επίκλησης για να συσταλεί η δυνατότητα διερεύνησης πιθανής διαφθοράς σχετικά με τη διαχείριση ενωσιακών πόρων. Σε διαφορετική περίπτωση κάθε κράτος-μέλος θα ηδύνατο να θεσπίζει και να επικαλείται κατά το δοκούν εθνικές του κανονιστικές ρυθμίσεις παρέχουσες «θωράκιση» στο εγχώριο πολιτικό προσωπικό σε περιπτώσεις πιθανής διασπάθισης ενωσιακών πόρων.
Κλείνω με ένα συμπέρασμα από σχετική συζήτηση με φοιτητές μας σε τελευταία πανεπιστημιακή παράδοση: μεγάλο τμήμα της νέας γενιάς εναποθέτει τις ελπίδες του για τη θωράκιση έναντι θεσμικών παρεκκλίσεων στον τόπο μας σε ευρωπαϊκά όργανα. Ας χαρούμε μεν με αυτή την πρόσληψη της συμμετοχής μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά και ας προβληματιστούμε δε για την εγχώρια θεσμική μας αποτελεσματικότητα.
Ο κ. Αντώνης Μεταξάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.