Η τραγική σκηνή διαδραματίζεται σαν επαναλαμβανόμενο θεατρικό πάνω στις φθαρμένες μοκέτες του δικαστικού μεγάρου της οδού Λουκάρεως. Η τριμελής σύνθεση στην έδρα κρατά την ανάσα της καθώς η προεδρεύουσα εφέτης εκφωνεί την τελευταία υπόθεση του εκθέματος του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Η ώρα είναι 11 π.μ. και ήδη οι προηγούμενες 15 υποθέσεις έχουν αναβληθεί με διάφορα ιδιοφυή και επινοητικά αιτήματα των συνηγόρων. Οι πέντε άνθρωποι στην έδρα (μαζί με τον εισαγγελέα και τη γραμματέα), καθώς και όλο το ακροατήριο, βρίσκονται μεταξύ απελπισίας και προσμονής: Θα βρουν άραγε αυτή τη φορά υπόθεση να δικάσουν ή για ακόμα μια φορά θα φύγουν για τα σπίτια τους άπρακτοι από τις 11 το πρωί;
Η προεδρεύουσα εκφωνεί διστακτικά το τελευταίο όνομα του εκθέματος. Το ακροατήριο κρατά την ανάσα του. Και ξαφνικά τη σιωπή σπάει η φωνή μιας νεαρής δικηγόρου: «Είναι απών, κυρία προέδρε. Υπάρχει αίτημα αναβολής εκ μέρους της υπεράσπισης. Ο συνήγορος βρίσκεται σε άλλο δικαστήριο». Καθώς η συνεργάτις του έμπειρου ποινικολόγου προσκομίζει στην έδρα με αυτοπεποίθηση τα σχετικά έγγραφα, όλοι νιώθουν ότι συμμετέχουν σε ένα από αυτά τα άσχημα επαναλαμβανόμενα όνειρα, που όλο τρέχεις αλλά δεν μπορείς να ξεφύγεις. «Δυστυχώς τα χέρια μας είναι δεμένα», αναφωνεί η διευθύνουσα, «πρέπει να αναβάλουμε». Καθώς η σύνθεση αποχωρεί από τη δικαστική αίθουσα, όλοι προσεύχονται να εμφανιστεί επιτέλους ένας τολμηρός υπουργός που θα απαγορεύσει με έναν νόμο και ένα άρθρο τις αναβολές, θα επιταχύνει τις δίκες και θα σώσει το γόητρο της Δικαιοσύνης.
Δεν ξέρω πόσοι υπουργοί Δικαιοσύνης έχουν δει το όνειρο αυτό. Αρκετοί, αν κρίνω από τις κατά καιρούς τροποποιήσεις του άρθρου 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Spoiler alert: Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.
Δηλαδή πάνε καλά τα πράγματα; Όχι βέβαια. Η ποινική μας δικαιοσύνη απονέμεται αργά, απελπιστικά αργά σε ορισμένες περιπτώσεις. Το σύστημα νοσεί βαθύτατα. Οι υποδομές μας στενάζουν κάτω από το βάρος χιλιάδων δικογραφιών. Οι ελάχιστοι εισαγγελικοί λειτουργοί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών πρέπει να χρεώνονται ετησίως χιλιάδες μηνύσεις έκαστος για να βγαίνει η δουλειά. Φυσικά και υπάρχει δικομανία, αλλά, για να μην ξεχνιόμαστε, ο μεγαλύτερος μηνυτής είναι πάντα το Δημόσιο. Οι συνθέσεις των ποινικών εφετείων στην οδό Λουκάρεως έχουν εκθέματα με 15 έως και 20 ή περισσότερες υποθέσεις κάποιες φορές, ενώ είναι δεδομένο και γνωστό από πριν ότι δεν θα μπορέσουν να δικάσουν πάνω από 3-4. Ο έκπληκτος πολίτης πληροφορείται ότι η αποχή των δικηγόρων από τις δίκες για εγκληματικές οργανώσεις έχει οδηγήσει στο «πάγωμα» και σε αλυσιδωτές αναβολές περί τις 500 υποθέσεις! Και κανένας στο υπουργείο Δικαιοσύνης δεν αναρωτιέται: Μα καλά, πώς είναι δυνατόν μια χούφτα άνθρωποι να έχουμε 500 εγκληματικές οργανώσεις; Γίναμε Σικάγο, Σικελία και Τόκιο ταυτοχρόνως ή μήπως κάτι δεν πάει καλά στις ποινικές διώξεις;
Το βασικό πρόβλημα του συστήματος της ποινικής μας Δικαιοσύνης είναι ότι σε αυτό εισέρχονται κάθε χρόνο πολλαπλάσιες υποθέσεις σε σχέση με αυτές που είναι σε θέση να διεκπεραιώσει. Οι υποθέσεις αυτές δεν φιλτράρονται σχεδόν καθόλου στην προδικασία: Ο κανόνας είναι να προχωρούν «παρακάτω». Το φίδι πάντα θα το βγάζει από την τρύπα ο επόμενος. Τα κακουργήματα μπορεί να λιμνάζουν στην προδικασία για 10 ή και περισσότερα χρόνια όταν δεν υπάρχει προσωρινή κράτηση για να επιταχύνει τα πράγματα. Και τελικά η συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων καταλήγει στη χοάνη του ακροατηρίου. Εκεί εξετάζονται συχνά για πρώτη φορά δυστυχώς. Και αυτό προκαλεί από μόνο του αμηχανία και καθυστέρηση στις δίκες. Το αποτέλεσμα θα οδηγούσε οποιονδήποτε τεχνοκράτη στην απελπισία: Όπως μπορεί να σας διαβεβαιώσει οποιοσδήποτε δικαστής ή δικηγόρος, εμπειρικά, περίπου οι μισές υποθέσεις οδηγούνται σε αθωωτικές κρίσεις στα ακροατήρια! Είναι αυτό οικονομία; Είναι αυτό ορθή λειτουργία συστήματος Δικαιοσύνης; Η χειρότερη σπατάλη χρόνου και πόρων είναι. Αν αυτό συνέβαινε σε κάποια Πολιτεία των ΗΠΑ, ο εισαγγελέας θα παραιτούνταν μόνος του και δεν θα επεδίωκε καν την επανεκλογή. Δεν είναι σπάνιο μάλιστα να αναρωτιούνται οι ίδιοι οι δικαστές, ακόμα και δημοσίως, «γιατί έφτασε αυτή η υπόθεση στο ακροατήριο». Ασχολείται άραγε κάποιος με τις εργατοώρες που χάθηκαν και με τις υποδομές που δεσμεύθηκαν;
Η απάντηση του υπουργείου Δικαιοσύνης σε όλα αυτά κινείται στην κατεύθυνση της ομοιοπαθητικής: Επιδιώκει όχι να φιλτράρονται οι υποθέσεις και να τίθενται εγκαίρως στο αρχείο, αλλά να φτάνουν ακόμα πιο εύκολα στα ήδη υπερφορτωμένα ακροατήρια, με την αύξηση των περιπτώσεων απευθείας παραπομπής χωρίς βούλευμα. Και υποστηρίζει ότι η αφαίρεση της δυνατότητας αναβολής θα επιταχύνει την εκδίκαση των υποθέσεων. Πώς άραγε θα γίνει αυτό; Θα αυξηθούν οι δικαστές; Όχι – έχουμε άλλωστε ήδη πολλούς. Θα αυξηθούν οι δικαστικοί υπάλληλοι; Όχι, αν και χρειαζόμαστε σχεδόν τους τριπλάσιους από όσους έχουμε για να φτάσουμε στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Θα αυξηθούν μήπως οι δικαστικές αίθουσες. Όχι βέβαια.
Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη και δεν της αρέσει να την αγνοούν. Η στοχοποίηση των «κακών» δικηγόρων και των αναβολών τους είναι σίγουρα εύπεπτη και πιθανώς επωφελής πολιτικά, αλλά δεν μπορεί να αυξήσει ούτε τις δικαστικές συνθέσεις ούτε την υποδομή ούτε το παραγόμενο έργο. Όσες υποθέσεις δικάζονταν τόσες θα συνεχίσουν να δικάζονται. Το αν θα δικαστούν οι υποθέσεις με αριθμούς 1, 2, 3 και 4 ελάχιστη σημασία έχει για το σύστημα σε σύγκριση με το αν θα δικαστούν οι υποθέσεις με αριθμούς 1, 3, 7 και 10. Μόνο για τους άμεσα ενδιαφερομένους μετρά αυτό. Σε επίπεδο παραγωγής, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Και κατά τη διαδρομή κάποιοι (συνήθως οι πλέον αδύναμοι) θα στερηθούν τον δικηγόρο τους επειδή δεν θα μπορεί να βρίσκεται σε δυο μέρη συγχρόνως. Ή κάποιος καρκινοπαθής θα ζητήσει δεύτερη αναβολή για να προσέλθει και δεν θα την πάρει, άρα θα ερημοδικαστεί. Dura lex sed lex.
Κάποια πράγματα δυστυχώς δεν αρκεί να τα θέλεις αρκετά για να γίνουν. Χρειάζονται βαθύ ανασχεδιασμό του συστήματος με αλλαγές μακροπρόθεσμες, όχι εύκολες και «δημοφιλείς». Και, για να μην ξεχνιόμαστε, χρήματα. Αλλαγές στην κατεύθυνση της υποχρέωσης των εισαγγελέων να αρχειοθετούν όσες υποθέσεις «δεν βγαίνουν» και να εφαρμόσουν επιτέλους το plea bargaining (ελληνιστί «ποινική διαπραγμάτευση»), που αν και ξένο προς το δόγμα μας μέχρι σήμερα, είναι αντικειμενικά η πιο ρεαλιστική πιθανότητα για να «αναπνεύσει» το σύστημα. Αλλαγές στην ενδυνάμωση και όχι ναρκοθέτηση της διαδικασίας των Συμβουλίων, ώστε να αρχειοθετούνται και εκεί υποθέσεις. Και φυσικά χρήματα, για την πρόσληψη κυρίως δικαστικών υπαλλήλων, για να καλυφθούν τα χιλιάδες κενά.
Εν τέλει, η ίδια η Δικαιοσύνη, δηλαδή οι λειτουργοί της, θα λύσει ό,τι πρόβλημα και να της προσθέσει το υπουργείο. Έτσι έγινε πολλές φορές στο παρελθόν. Δεν είναι η πρώτη φορά που νομοθετούνται μη εφαρμόσιμες στην πράξη διατάξεις. Η απαγόρευση χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση π.χ. σε διάφορα εγκλήματα έχει συναντήσει πολλές φορές ιστορικά την παγερή αδιαφορία των δικαστηρίων, που απλά την έκριναν αντισυνταγματική. Το ίδιο και οι διάφορες υπερβολές στον περιορισμό των αναβολών του άρθρου 349 ΚΠΔ. Νομίζετε άραγε ότι στο παράδειγμα με τον καρκινοπαθή, που θα βρίσκεται σε διαδικασία νοσηλειών, θα βρεθεί δικαστής που θα αρνηθεί τη δεύτερη αναβολή, επειδή έτσι αναγράφεται συγκυριακώς στο άρθρο 349 ΠΚ; Αγνοώντας το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ; Όχι βέβαια. Γι’ αυτό, εν τέλει, ο βολονταρισμός λειτουργεί ίσως στην πολιτική, αλλά ποτέ δεν λειτούργησε στη Δικαιοσύνη. Στην τελευταία λειτουργεί μόνο ο ορθός λόγος, η συνεννόηση και η (κατά προτίμηση εκ των προτέρων) διαβούλευση.
Γενικός γραμματέας του ΔΣΑ