Μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του Ιουλίου, αν έβαζα έναν τίτλο στο εφετινό καλοκαίρι, αυτός θα ήταν «το καλοκαίρι του φόβου»: αυτός ο φόβος θα μας μείνει ως κληρονομιά και θα μας συνοδεύει πιθανότατα για πάντα. Πρόκειται για έναν φόβο που έρχεται ως αποτέλεσμα καθυστερημένης δυστυχώς ωριμότητας.
Ας πούμε μια σκληρή αλήθεια για τις φωτιές στην Ελλάδα: ποτέ δεν ένοιαζαν όποιον δεν είχε δει την περιουσία του να κινδυνεύει από αυτές. Παρά την επαναλαμβανόμενη φράση «κάηκε όλη η Ελλάδα», ποτέ η Ελλάδα δεν κάηκε όλη σε ένα καλοκαίρι: ούτε και εφέτος. Καίγονταν πάντα κάποια συγκεκριμένα μέρη – μάλιστα μια σατανική σύμπτωση (αν και σε συμπτώσεις δεν πιστεύω…) ήθελε κάποια μέρη να καίγονται πολύ συχνά. Η Πάρνηθα και ο Παρνασσός. Η Κέρκυρα και η Χαλκιδική. Η Εύβοια. Οποιος βρέθηκε να ζει σε πυρόπληκτες περιοχές υπέφερε είτε ζούσε στην πολύπαθη Πεντέλη είτε στον μαρτυρικό Ασπρόπυργο και στα πέριξ του: οι άλλοι αντιμετωπίζαμε το πράγμα ως ένα κακό που συμβαίνει μακριά από μας. Συμπονούσαμε τον κόσμο. Αλλά εξ αποστάσεως.
Αυτό το γεγονός μας επέτρεπε να βρίσκουμε βολικές απαντήσεις για όλη αυτή την καταστροφή – πρόκειται για εξηγήσεις συμφορών που δίναμε με την άνεση που έχει όποιος το δράμα δεν τον αγγίζει στην καθημερινότητά του. Πιστέψαμε διάφορα που κατά καιρούς σκαρφιστήκαμε οι ίδιοι ή άλλοι για μας. Οτι οι πυρκαγιές μπαίνουν από εχθρούς της χώρας που θέλουν να βλάψουν τη βαριά της βιομηχανία, δηλαδή τον τουρισμό. Οτι η Ελλάδα καίγεται εκεί όπου μπορεί να δημιουργηθούν και να πωληθούν καινούργια υπέροχα οικόπεδα για κακούς πλούσιους οικοπεδοφάγους. Οτι για όλα φταίει το κακό δίκτυο της ΔΕΗ. Οτι υπάρχει εν εξελίξει ένα τρομερό σχέδιο όποιων θέλουν να γεμίσουν την Ελλάδα ανεμογεννήτριες. Οτι σε τελική ανάλυση για όλα φταίει μια ανθρώπινη αμέλεια. Ή ένας πυρομανής.
Ολα αυτά ήταν απλά καθησυχαστικές εξηγήσεις – καθησυχαστικές γιατί θεωρούσαμε ότι αφορούν καταστροφές που δεν θα προκύψουν στη δική μας καθημερινότητα. Στο χωριό μας τα οικόπεδα αφθονούν ενώ πωλούνται και σπίτια που δεν αγοράζει κανείς – ποιος και γιατί να βάλει φωτιά; Ο τόπος των διακοπών μας είναι μικρός και σίγουρα δεν κατοικείται από πυρομανείς – θα τους ξέραμε. Στην περιοχή μας ποτέ δεν έχει ακουστεί ότι θα μπουν ανεμογεννήτριες, άρα δεν κινδυνεύουμε. Σίγουρα η παραλία που κάνουμε μπάνιο δεν συγκαταλέγεται στη βιομηχανία του τουρισμού – ούτε καν στη βιοτεχνία του. Και οι κακοί εχθροί της χώρας έχουν σίγουρα άλλους στόχους από το εξοχικό μας, που άλλωστε είναι και απομονωμένο. Εξηγήσεις και ερμηνείες αφορούσαν απλά τη δική μας ανάγκη να πείσουμε τον εαυτό μας πως ζούμε εκτός κινδύνου. Και επειδή τίποτα δεν είναι πιο πειστικό από τις σοβαρές απαντήσεις που δίνουμε στον εαυτό μας (έστω κι αν μερικές φορές αποκαλούνται «αυταπάτες») πειστήκαμε πως ξέρουμε τι φταίει για τις πυρκαγιές. Δηλαδή γιατί εμείς από αυτές δεν κινδυνεύουμε.
Οταν συνέβη το μοιραίο στο Μάτι, κοντά σε όλα αυτά προέκυψε και μια νέα βεβαιότητα: η βεβαιότητα πως υπεύθυνη για τις καταστροφές είναι η κρατική ανοργανωσιά. Ο θάνατος δεκάδων ανθρώπων προκάλεσε τη βουβή βεβαιότητα πως αν τα πράγματα ήταν καλύτερα οργανωμένα, όλα θα ήταν αντιμετωπίσιμα. Φυσικά και κάτι τέτοιο ισχύει: για να υπάρξουν τόσοι νεκροί έγιναν λάθη ατελείωτα από πολλούς. Αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει ένα κακό Κράτος που δεν μπορεί να σβήσει μια πυρκαγιά κι ένα καλό Κράτος που θα την αντιμετωπίσει πανεύκολα: υπάρχει πάντα το ίδιο Κράτος που είναι εύκολο να κάνει λάθη κι αυτά να πληρωθούν ακριβά. Ή να μην πληρωθούν κατά τύχη. Οπως συνέβη εφέτος όταν από την έκρηξη στη βάση πυρομαχικών της Νέας Αγχιάλου δεν υπήρξαν θύματα ενώ έσπασαν τζάμια σπιτιών μέχρι τον Βόλο! Ηταν κι αυτό ένα από τα περιστατικά που προκάλεσε φόβο; Ναι, χωρίς αμφιβολία, κι ας μην θρηνήσαμε κόσμο.
Εφέτος είχαμε έναν συνδυασμό καύσωνα και πυρκαγιών αληθινά σπάνιο. Ο καύσωνας κράτησε απίστευτα πολλές μέρες – οι πυρκαγιές το ίδιο. Ο συνδυασμός έκανε κατανοητό ότι μπαίνουμε σε μια νέα εφιαλτική πραγματικότητα: η κλιματική αλλαγή δεν είναι μια ωραία θεωρία κάποιων ευαίσθητων επιστημόνων με οικολογική συνείδηση, αλλά η πραγματικότητα στο κέντρο της οποίας βρισκόμαστε. Οι πυρκαγιές, όπως και ο καύσωνας, είναι συνέπειές της. Η πιθανότητα ερημοποίησης της Μεσογείου αν η θερμοκρασία συνεχίσει να ανεβαίνει δεν είναι κάτι που αντιμετωπίζεται με λιτανείες. Και πλέον καταλάβαμε πως μπορούν να καούν τα πάντα έτσι απλά γιατί η φύση, δηλαδή η ξηρασία πρώτα από όλα, το επιτρέπει.
Ξαφνικά εφέτος το καλοκαίρι ο κόσμος μας σταμάτησε να είναι απλά κακός και έγινε χειρότερος. Οσοι ακόμα πιστεύουν σε οικοπεδοφάγους και σε σχέδια για ανεμογεννήτριες ή σε κακούς εχθρούς και ανέμελους βοσκούς είναι οι γνωστοί «μακάριοι πτωχοί τω πνεύματι» – δεν είναι πολλοί και δεν βρισκόμαστε μεταξύ αυτών. Εμείς μοιάζουμε περισσότερο με τους ήρωες (ή σωστότερα με τους αφελείς) εκείνης της ταινίας που λεγόταν «Don’t Look Up», οι πρωταγωνιστές της οποίας δεν πίστευαν τους επιστήμονες που τους έλεγαν ότι έρχεται ένας μετεωρίτης να καταστρέψει τη Γη μας. Η μόνη διαφορά είναι ότι εμάς οι επιστήμονες μας προειδοποιούσαν ότι οι μετεωρίτες της κλιματικής αλλαγής θα είναι πολλοί και θα πέφτουν σιγά-σιγά: θα είναι μικροί στην αρχή και μεγάλοι αργότερα. Αλλά δεν τους ακούγαμε. Προτιμούσαμε τα ωραία παραμύθια για τους εχθρούς της χώρας, τους στύλους της ΔΕΗ και τον κακό εκείνο άνθρωπο που πετούσε το τσιγάρο ενώ οδηγούσε κι έκαιγε τη μισή Πελοπόννησο.
Πάντα θα φταίει η αδυναμία του Κράτους να οργανωθεί και να αντιμετωπίσει θεομηνίες. Πάντα θα υπάρχουν οι ασυνείδητοι που ανάβουν φωτιές μέσα στο κατακαλόκαιρο. Πάντα θα δύναται μια γιαγιά που φτιάχνει κόλλυβα να βάλει φωτιά στο σπίτι της και άθελά της σε ένα δάσος, όπως έγινε κάποτε στην Ηλεία. Αλλά οι μετεωρίτες της κλιματικής αλλαγής είναι κάτι πέρα από όλα αυτά και είναι απίστευτα χειρότεροι γιατί θα μας χτυπάνε πλέον διαρκώς. Δεν καταλάβαμε πως έπρεπε να κάνουμε πολλά πριν χρόνια για να επιβραδύνουμε κάπως τον ερχομό τους. Δεν κοιτάζαμε ψηλά, δεν θέλαμε να ακούμε. Και το εφετινό καλοκαίρι του φόβου νιώσαμε ξαφνικά πως δεν μπορούμε να γλιτώσουμε. Σωστά. Αλλά αργά.