Στα σινεμά μας είδαμε αυτόν τον καιρό τρεις ταινίες που υπογράφουν σκηνοθέτες μιας κάποιας ηλικίας.

Ο Γάλλος Ζακ Οντιάρ είναι 72 χρόνων, αλλά αν δει κανείς την τελευταία του ταινία με τον τίτλο «Emilia Pérez» θα πιστέψει ότι είναι δουλειά κάποιου τριαντάρη προβοκάτορα που θέλει να αναστατώσει τους συντηρητικούς θείους του. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ είναι 86 ετών και σκηνοθετεί τη συνέχεια του «Μονομάχου» του 2000, δηλαδή ένα έπος με χιλιάδες κομπάρσους και εκατοντάδες τεχνικούς που περίμεναν την καθοδήγησή του. Στα τέλη του 2023 μάς είχε παρουσιάσει μια εκδοχή της ιστορίας του «Ναπολέοντα» που ήταν επίσης ένα γιγαντιαίων διαστάσεων δημιούργημα.

Ανάλογης ηλικίας είναι και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο οποίος στα 85 του έκανε πράξη ένα όνειρο εικοσαετίας με τον τίτλο «Megalopolis», που από τον τίτλο και μόνο καταλαβαίνεις πως πρόκειται για υπερπαραγωγή: έχει διχάσει τους κριτικούς και το κοινό όπου και αν προβλήθηκε. Και ο «Μονομάχος ΙΙ» δίχασε και η «Emilia Pérez» προκάλεσε συζητήσεις. Ωστόσο το θέμα μου δεν είναι οι ταινίες αλλά οι ηλικίες των δημιουργών τους.

Πάντοτε πίστευα ότι υπήρχαν επαγγέλματα στα οποία ο άνθρωπος γινόταν καλύτερος όσο τα χρόνια περνούσαν. Στον γιατρό, για παράδειγμα, η εμπειρία είναι πολύτιμη. Στον μάγειρα επίσης. Τα χέρια του καλού μάγειρα με τον καιρό είναι σαν να αποκτούν μαγικές δυνατότητες: ό,τι ακουμπάει το κάνει καλύτερο. Επίσης μεγαλώνοντας γίνεται καλύτερος όποιος κάνει επαγγέλματα στα οποία χρησιμοποιεί πολύ το μυαλό του. Εχει μάθει, καθώς τα χρόνια περνούν, να γίνεται ολοένα και περισσότερο «γρήγορος», δηλαδή ικανός να βρει λύσεις ταχύτερα. Η ταχύτητα στη λύση κάνει τον δικηγόρο να φαίνεται καλύτερος, τον επιχειρηματία να είναι πιο αποτελεσματικός, τον αρχιτέκτονα να μοιάζει ότι έχει σχεδιάσει τα πάντα.

Αλλά για το αν ο καλλιτέχνης γίνεται καλύτερος με το πέρασμα του χρόνου διατηρούσα κάποια αμφιβολία. Νόμιζα ότι ο καλλιτέχνης έχει ως καύσιμο τον νεανικό του ενθουσιασμό και πως για να παράγει ιδέες και έργο πρέπει να είναι ακόρεστος και φρέσκος. Δεν είναι όμως έτσι ακριβώς. Προφανώς μπέρδευα την έμπνευση με την όρεξη – μικρή σχέση έχουν. Να ξεκαθαρίσω κάτι: αναφέρομαι στους καλλιτέχνες που δημιουργούν περιεχόμενο και όχι στους κατά τα άλλα αξιαγάπητους περφόρμερ. Ο περφόρμερ με τον χρόνο έχει τα ζόρια του. Ο τραγουδιστής, όσο σπάνιος κι αν είναι, κουράζεται με τον καιρό: μειώνει τις εμφανίσεις του, βγαίνει στη σκηνή πιο λίγο και πιο σπάνια.

Ο ηθοποιός γλιτώνει κάπως τον χρόνο έχοντας την ευκολία της επιλογής του ρόλου του: η ηλικία του καθορίζει και το ρεπερτόριό του. Οι υπόλοιποι καλλιτέχνες που παράγουν περιεχόμενο (λογοτέχνες, ζωγράφοι και εικαστικοί, συνθέτες και σκηνοθέτες) με τον χρόνο έχουν έναν συνεχή ανταγωνισμό. Τον σμιλεύουν (που έλεγε και ο Ταρκόφσκι) για να αποκτήσουν το προνόμιο της αθανασίας. Αλλά δυσκολευόμουν να καταλάβω αν στην περίπτωσή τους ο χρόνος είναι εφόδιο ή βάρος. Είχα, βλέπετε, ξεχάσει ότι για τον καλλιτέχνη όσο σημαντική είναι η έμπνευση, είναι και η ικανότητα στην αφήγηση.

Ο καλλιτέχνης δεν είναι μόνο δημιουργός, συνήθως πρέπει να είναι και ένας εξαιρετικός αφηγητής – αφήγηση εν προκειμένω είναι και η επικοινωνία της εκάστοτε δουλειάς. Φυσικά η δημιουργία και η αφήγηση δεν έχουν το ίδιο βάρος: η ικανότητα στην αφήγηση, όταν δεν υπάρχει προηγουμένως δημιουργία, δεν βοηθά κανέναν, ωστόσο και η δημιουργία, αν δεν υπάρχει τρόπος να φτάσει στον κόσμο, κάπου θα χαθεί. Η ιστορία της τέχνης είναι γεμάτη από δημιουργούς που έμειναν εν ζωή άγνωστοι. Μάθαμε το έργο τους μετά τον θάνατό τους και δεν το μάθαμε νωρίτερα γιατί αυτοί δεν κατάφεραν να τραβήξουν την προσοχή μας.

Η ίδια η Ιστορία είναι και γεμάτη από καλλιτέχνες που δεν σταμάτησαν να δημιουργούν γιατί ένιωθαν ότι ο κόσμος έχει ανάγκη την παρουσία τους: το αισθάνονταν γιατί δεν έχασαν τη σχέση με τον κόσμο που τους παρακολουθεί. Το αν ένας δημιουργός το κάνει αυτό απλώς γιατί θυμάται τα νεανικά του χρόνια, δεν είναι πρόβλημα: και για αυτό τέχνη στην αφήγηση χρειάζεται.

Ο καλλιτέχνης είναι ο μόνος που μπορεί να βγει νικητής σε μια μάχη με τον χρόνο. Ενας συνθέτης που κάθεται στο πιάνο δεν έχει ηλικία. Ομοίως και ένας ζωγράφος: χρειάζεται απλώς ακόμα να πιάνει το χέρι του για να μας καταπλήξει. Και ένας συγγραφέας που μας χαρίζει ένα νέο βιβλίο έρχεται να ικανοποιήσει κυρίως τη δική μας ανάγκη για ιστορίες. Ο Αντρέα Καμιλέρι άρχισε να γράφει τις ιστορίες του μετά τα 50 του. Και ο δικός μας Πέτρος Μάρκαρης είναι ένας νεαρός 87 ετών.

Οι σκηνοθέτες όμως που έχουν να διευθύνουν μικρούς στρατούς πώς διάβολο δεν σταματούν όταν η κούραση τους χτυπά την πόρτα; Η απάντηση είναι απλή: οι σκηνοθέτες είναι όλοι τους κομμάτι παραμυθάδες, δηλαδή δημιουργοί που όχι απλώς ξέρουν να τραβούν την προσοχή μας, αλλά και να μας κάνουν να περιμένουμε τα παραμύθια τους. Μερικοί με αυτά μάς βάζουν για ύπνο: όσο μεγαλώνουν τόσο περισσότερα είναι τα χασμουρητά που μας προκαλεί η τέχνη τους. Αλλοι, όμως, κατορθώνουν με την ικανότητά τους στην υπερβολή και στην παραδοξολογία να μας κάνουν εγγόνια τους. Εγγόνια που αγαπάμε τα παραμύθια και τους παραμυθάδες.

Στις συγκεκριμένες ιστορίες, βέβαια, η ερώτηση δεν είναι τι μας αρέσει εμάς, αλλά γιατί οι συγκεκριμένοι υπερήλικες συνεχίζουν να βασανίζονται στη δουλειά αντί να περνούν τη ζωή τους υπέροχα καθώς τα χρήματα που έχουν βγάλει μπορούν αυτό να τους το εξασφαλίσουν. Η απάντηση νομίζω είναι απλή: ο παραμυθάς χαίρεται και ο ίδιος με τα παραμύθια του. Χαίρεται με την ικανότητά του να μας εκπλήσσει με τις ιστορίες του. Χαίρεται γιατί οι ιστορίες αυτές αποτελούν απόδειξη ότι όλη η προηγούμενη ζωή του (και όχι απλώς η καριέρα του…) ξοδεύτηκε τόσο σωστά ώστε ο ίδιος έγινε μεγαλώνοντας ικανότερος. Ο παραμυθάς χωρίς τα παραμύθια του δεν μπορεί να νιώσει λίγη ευτυχία, αυτή που κάθε ηλικιωμένος άνθρωπος χρειάζεται για να χαίρεται τα γερατειά του.

Οι Ιταλοί έχουν μια έκφραση που ταιριάζει γάντι: όταν βλέπουν έναν μεγάλο σε ηλικία άνθρωπο να κάνει επιτυχία λένε «forza il vecchio che avanza»: σε κάπως ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «τόπο στα γηρατειά». Βέβαια, βλέποντας την ευκολία με την οποία οι συγκεκριμένοι παραμυθάδες ανταποκρίνονται στις ανάγκες των απαιτήσεων, μόνο γηρατειά δεν διακρίνεις. Παραφράζοντας τον Ζαμπέτα, θα έλεγα πως ο εβδομηντάρης «είναι ένας νέος της εποχής». Τον υπόλοιπο στίχο μπορείτε να τον συμπληρώσετε κατά το δοκούν…