Γνώρισα τον Κώστα Σημίτη στις αρχές του 1990 και έκτοτε συνεργαστήκαμε στενά από τις διάφορες κυβερνητικές θέσεις που έκανε την τιμή να μου εμπιστευτεί έως το 2004. Από την εποχή που ήταν υπεύθυνος του τομέα Ανάπτυξης του ΠαΣοΚ, αργότερα υπουργός του Ανδρέα Παπανδρέου, μετά επί οκταετία και πλέον πρωθυπουργός, και τελικά πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Από την πρώτη συνάντησή μας κατέγραψα δύο πράγματα τα οποία παρέμειναν αναλλοίωτα στην πορεία του χρόνου: πρώτον, ότι ρωτούσε διαρκώς τον συνομιλητή του για να μάθει ή να επιβεβαιώσει το θέμα που τον ενδιέφερε, και μάλιστα επίμονα μέχρι να φύγουν αμφιβολίες και ασάφειες. Δεύτερον, ότι σημείωνε στο μπλοκ του τόσο αυτά που άκουγε όσο και αυτά που συμφωνούσαν περί του πρακτέου, έτσι ώστε να μπορεί αμφότερα να τα ελέγξει – αν όντως ισχύουν και αν όντως εφαρμοστούν.
Μετά από κάθε συνεργασία, ο εκάστοτε συνομιλητής του έφευγε ικανοποιημένος που του αφιέρωσε χρόνο και προσοχή, δεν γνώριζε όμως ότι για τον Σημίτη η δουλειά δεν είχε τελειώσει ακόμα. Για όλα τα σοβαρά θέματα ο Σημίτης είχε και μια αθέατη σειρά από έμπιστους ειδικούς τη γνώμη των οποίων διαρκώς επιζητούσε και τη διασταύρωνε με τις εκτιμήσεις των συνεργατών του. Αυτά τα κατέγραφε σε άλλο μπλοκ, από το οποίο αντλούσε τα πιεστικά ερωτήματα στην επόμενη συνάντηση εργασίας με τους καθ’ ύλην υπουργούς: Γιατί το ένα και γιατί το άλλο και πώς θα εφαρμοστεί καλύτερα η κάθε πρόταση πολιτικής κ.ο.κ.
Ετσι άρχισε να φτιάχνεται ο μύθος για τα «μπλοκάκια του Σημίτη» και πόσο αποτελεσματικά ήταν και – καθόλου τυχαία – σε πολλά αφιερώματα καταγράφονται ως ένας βασικός νεωτερισμός του εκλιπόντος πρωθυπουργού. Ηταν όμως έτσι; Η αλήθεια είναι ότι η αλλαγή παραδείγματος διακυβέρνησης – ακόμα και σε αυτό το επίπεδο καταγραφής και διασταύρωσης – έκανε αισθητή τη διαφορά με τη μέχρι τότε διαδικασία.
Στο αναβλητικό κλίμα της δεκαετίας του 1990 που χειροτέρεψε κι άλλο μετά την ανάμειξη των αστρολόγων στη διακυβέρνηση, οι διαδικασίες αυτές φάνταζαν σαν πυρηνική τεχνολογία και προκάλεσαν ισχυρά πολιτικά ρίγη – καθώς άλλους μεν τρόμαξαν που ένιωσαν ότι η νέα εποχή θα τους αποξενώσει και άλλους ενθουσίασαν γιατί το έργο που επιτελούσαν θα αναβαθμιζόταν και θα προβαλλόταν καλύτερα.
Εάν όμως περιέγραφες τη διαδικασία αυτή σε ένα στέλεχος επιχειρήσεων, καθόλου δεν θα τον εντυπωσίαζε γιατί αυτό είναι το προφανές πλαίσιο που απαιτείται για να ληφθεί μια απόφαση, να ελέγχεται η εφαρμογή της και να αξιολογείται η σημασία της. Ούτε κανένα στέλεχος ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα παραξένευε η διασταύρωση απόψεων και η καταγραφή των ενεργειών που συμφωνούνται, αφού αυτή ακριβώς είναι η ρουτίνα που ακολουθούν στις χώρες τους και ακόμα πιο συστηματικά υιοθετούν στις συναντήσεις της ΕΕ.
Στην πραγματικότητα δηλαδή τα μπλοκάκια Σημίτη δεν ήταν κάποια φοβερή καινοτομία και δεν αιφνιδίασαν κανέναν παρά μόνο την εγχώρια πολιτική τάξη επειδή ακριβώς αμφισβήτησαν τον τρόπο που πολύ συχνά ασκούσε τη διακυβέρνηση μέχρι τότε. Οπως φάνηκε εκ των υστέρων, δεν ταίριαζαν ούτε με τον τρόπο που ασκήθηκε μετά.
Πριν από την περίοδο Σημίτη, οι κυβερνητικές αποφάσεις λαμβάνονταν μέσα σε ένα πλαίσιο πλήρους κυριαρχίας του εκάστοτε πρωθυπουργού – ιδίως επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρέου αλλά και επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αν και αυτός είχε μια συνεχή αμφισβήτηση.
Οι «πατριάρχες» της Μεταπολίτευσης δεν αισθάνονταν την ανάγκη ούτε να χτίσουν τη στρατηγική τους μέσα από επιτελικές δομές γραφείων και συμβούλων, ούτε να την εξειδικεύουν με τους υπουργούς τους. Αρκούσε ένα νεύμα για να διασφαλίσει τη συμφωνία τους και άλλο ένα να τους αποκόψει αν δεν ταυτιζόταν.
Με τον Σημίτη μία τέτοια σχέση ήταν αδιανόητη, αφενός γιατί ο ίδιος είχε υποστεί τα επίχειρα της πολιτικής πατριαρχίας και αφετέρου γιατί θεωρούσε ότι το σχέδιο εκσυγχρονισμού και η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας έπρεπε να γίνουν θεσμικά, δεσμευτικά και συμμετοχικά. Δηλαδή, να έχουν προγραμματισμένους στόχους χωρίς να καθορίζονται από εμπνεύσεις της συγκυρίας, να απαιτούν συγκεκριμένες δράσεις χωρίς να επαφίονται στον βολονταρισμό της κάθε πρωτοβουλίας, και – το κυριότερο – να είναι συμπεριληπτικά χωρίς να αφήνουν απ’ έξω κρίσιμους παράγοντες και τομείς της κοινωνίας.
Ετσι μόνο πίστευε ο Σημίτης ότι θα μπορούσε να διασφαλίσει την καλύτερη δυνατή έκβαση για την πορεία της χώρας. Οχι το αποτέλεσμα που θα τον συνέφερε υποκειμενικά περισσότερο με γνώμονα την πολιτική του ισχύ, αλλά αυτό που θα μπορούσε αντικειμενικά να επιτευχθεί στο μέγιστο. Αν ο συλλογισμός αυτός θυμίζει την κατηγορική προσταγή του Καντ, δεν πρέπει να ξενίζει κανέναν. Αυτή την αρχή τη γνώρισε από τα πρώτα χρόνια της πορείας του και την υιοθέτησε, γνωρίζοντας ταυτόχρονα και τις συνέπειες που θα είχε η επιμονή για την τήρησή της.
Ετσι αντιλήφθηκε το καθήκον του ως πρωθυπουργού και θέλησε ευσυνείδητα να το υπηρετήσει. Δεν ήταν φυσικά αφελής για να πιστέψει ότι απλώς ένα διαφορετικό μοντέλο στον ενδοκυβερνητικό σχεδιασμό της πολιτικής αρκούσε να αλλάξει μακρές συνήθειες και εμπεδωμένες συμπεριφορές.
Για αυτό έδωσε μεγάλη σημασία στη δημιουργία νέων επιτελικών δομών που θα δυνάμωναν και θα εμψύχωναν αυτή την προσέγγισή του – και ευτύχησε σε αυτόν τον ρόλο να έχει άγρυπνο και ακάματο συνεργάτη τον Νίκο Θέμελη. Με τη συνδρομή του, αξιοποίησε έτσι ένα ευρύτερο δυναμικό και προσπάθησε να αντλήσει κάθε θετική ιδέα που θα μεγιστοποιούσε τους στόχους που έθετε. Αυτή η συνειδητή προσήλωση στο καθήκον μαζί με το πολιτικό know how που την υποστηρίζει ήταν και η παρακαταθήκη που άφησε.
Δεν στάθηκαν όμως όλα ρόδινα και πετυχημένα. Οπου δεν κατάφερε να χαράξει μία καθαρή στρατηγική με ένα δεσμευτικό πλαίσιο πολιτικής εποπτείας, σημειώθηκαν αποτυχίες που αμαύρωσαν και κλόνισαν τη συνολική προσπάθεια και έδωσαν προσχήματα σε όσους ήταν κρυφά ή φανερά αντίθετοι με την ολοκλήρωσή της.
Μετά το 2004 οι αποτυχίες αυτές τροφοδότησαν μια γενικευμένη πολιτική αποστροφή προς την περίοδο του εκσυγχρονισμού, είτε προερχόμενη από τη συντηρητική παράταξη για να χαμηλώσει τον πήχη της ευρωπαϊκής σύγκλισης που είχε φτάσει ο Σημίτης, είτε από τη νέα κομματική ηγεσία για να διασφαλίσει την ανενόχλητη κυριαρχία της στο ΠαΣοΚ.
Μαζί με τη μεθοδευμένη απαξίωση της πολιτικής Σημίτη, μοιραία ήρθαν και οι εκπτώσεις στην ποιότητα και επάρκεια της διακυβέρνησης. Η ανάγκη να σχεδιάζεται η πολιτική θεσμικά, δεσμευτικά και συμμετοχικά εγκαταλείφθηκε, ενώ επιπλέον επικράτησε και αδιαφορία για τις επιτελικές δομές που θα επεξεργάζονταν τις στρατηγικές και θα στήριζαν την εφαρμογή τους.
Το τίμημα υπήρξε βαρύ και δεν έχει ακόμα αναπληρωθεί. Μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί πόσο διαφορετική θα ήταν η σημερινή κατάσταση της χώρας αν υπήρχαν επεξεργασμένα σχέδια και συγκεκριμένες δεσμεύσεις για να αντιμετωπιστούν η δημοσιονομική διόγκωση μετά το 2007, ο αιφνιδιασμός με το πρώτο μνημόνιο, ο πανικός με το δεύτερο ή ο πειθαναγκασμός με το τρίτο.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός.