H έμφυλη βία (gender – based violence against women), σύμφωνα με τη Σύμβαση Κωνσταντινούπολης που κυρώθηκε με τον ν. 4531/2018 ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχ. δ΄ ως βία που είτε κατευθύνεται εναντίον μιας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα είτε πλήττει δυσανάλογα τις γυναίκες, και συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μορφή διάκρισης. Η διαφορά της από τις άλλες μορφές βίας είναι ότι το φύλο του θύματος είναι το πρωταρχικό κίνητρο του δράστη.
Η βία που ασκείται κατά της γυναίκας είναι, όπως σημειώνεται σε διεθνή κείμενα, τόσο η αιτία όσο και η συνέπεια των άνισων σχέσεων εξουσίας που βασίζονται στις αντιλαμβανόμενες διαφορές μεταξύ γυναικών και ανδρών και οδηγούν στην υποδεέστερη θέση των γυναικών στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα.
Η οπτική της έμφυλης βίας ανιχνεύεται στον νόμο για την ενδοοικογενειακή βία (ν. 3500/2006). Ομως σε ό,τι αφορά στις μορφές έμφυλης βίας που έχουν ως αποτέλεσμα τον θάνατο γυναικών, αυτές δεν αποτυπώνονται στις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, των οποίων η διατύπωση είναι ουδέτερη ως προς το φύλο. Επίσης οι κανόνες επιμέτρησης της ποινής αναφέρουν γενικά στοιχεία, όπως η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος ή το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, τα οποία μπορεί μεν να συντρέχουν στις περιπτώσεις έμφυλης βίας, αλλά δεν αποδίδουν το νόημα που αυτή έχει, όπως προαναφέρθηκε.
Ειδικά μάλιστα για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας το οποίο τιμωρείται με την αυστηρότερη ποινή, δηλαδή με ισόβια κάθειρξη, είναι προφανές ότι η συμπερίληψη σε αυτό μορφών έμφυλης βίας δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να οδηγήσει στην επιβολή αυστηρότερης ποινής.
Μια ενδεχόμενη νομοθετική επιλογή θα ήταν η ένταξη στοιχείων έμφυλης βίας σε κανόνες επιμέτρησης της ποινής. Σε αυτή την περίπτωση η πρακτική χρησιμότητα θα ανέκυπτε μόνο όταν συντρέχουν λόγοι μείωσης της ποινής, ωστόσο η ρητή αναφορά στον νόμο θα οδηγούσε στη συλλογή στοιχείων κατά τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, προκειμένου η σχετική διάταξη να εφαρμοστεί από το δικαστήριο. Επίσης, η σχετική αναφορά στη δικαστική απόφαση θα καθιστούσε τις μορφές έμφυλης βίας ορατές στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή και η συλλογή στατιστικών στοιχείων για τις αντίστοιχες καταδικαστικές αποφάσεις. Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της κανονιστικής αποτύπωσης θα ήταν η συνειδητοποίηση από τους κοινωνούς και τους εφαρμοστές του δικαίου μιας πραγματικότητας, έτσι ώστε όλοι να συμβάλλουμε στην αλλαγή της.
Η κυρία Αθανασία Διονυσοπούλου είναι επίκουρη καθηγήτρια Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.