Στη μετά την πανδημία εποχή, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει δύο βασικά χαρακτηριστικά: Ανθεκτικότητα στις ενδογενείς και εξωγενείς προκλήσεις και ανάπτυξη σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Πράγματι, αφού το 2021 κέρδισε ό,τι είχε χάσει το 2020 μέσα στην πανδημία, το 2022 η αύξηση του ΑΕΠ ήταν 5,9% ενώ το 2023 αναμένεται αύξηση 2,5%, ποσοστά υπερδιπλάσια του μ.ό. της Ευρωζώνης. Παρά τον πληθωρισμό, ιδίως στα τρόφιμα, παρά τις καταστροφικές πυρκαγιές και τις πλημμύρες και παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ελληνική οικονομία αντέχει περισσότερο από τις οικονομίες πολύ ισχυρότερων χωρών της Ευρώπης.
Η ανθεκτικότητα και η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας φαίνεται να συνδέεται σε σημαντικό βαθμό και με την τουριστική ανάπτυξη. Ο τουρισμός συνεισφέρει περίπου 20% του ΑΕΠ πρωτογενώς. Ωστόσο, οι δευτερογενείς συνέπειες της τουριστικής ανάπτυξης είναι εξαιρετικά σημαντικές: επενδύσεις στην εστίαση και σε ξενοδοχειακές μονάδες και απασχόληση σε πολλά επαγγέλματα (μηχανικοί, ειδικευμένοι, τεχνίτες, εργάτες, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, εταιρείες ακινήτων, ξενοδοχειακά επαγγέλματα κ.λπ.). Ετσι, μέρος της αύξησης της απασχόλησης οφείλεται στον τουρισμό (η ανεργία από 17,5% το 2018 μειώθηκε σε 10,9% το 2023).
Βέβαια, ο τουρισμός είναι μία επισφαλής οικονομική δραστηριότητα και συνεπώς χρειάζεται απαραίτητα και παράλληλη ανάπτυξη της μεταποίησης και του αγροδιατροφικού τομέα. Η προσπάθεια της κυβέρνησης στρέφεται προς αυτή την κατεύθυνση, ιδίως μέσω της ενθάρρυνσης των επενδύσεων κυρίως στην πράσινη οικονομία με τη συνδρομή του Ταμείου Ανάκαμψης (έχει ήδη εκταμιευθεί ποσό που αντιστοιχεί στο 6% του ΑΕΠ), αλλά και μέσω της εμπέδωσης της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών και συνεπώς της αύξησης των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, ιδίως μετά την απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας από μεγάλους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Επιπλέον, η καλή πορεία του γενικού πληθωρισμού στην ΕΕ και στη χώρα μας (Σεπτ. ’23 – 1,6% εκτός των τροφίμων 9%) φαίνεται να απομακρύνει την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, με θετικά αποτελέσματα στην αναπτυξιακή δυναμική της Ευρωζώνης. Αν οι μεγάλες οικονομίες της ανακάμψουν, τότε θα αυξηθούν και πάλι οι ελληνικές εξαγωγές προς την Ευρωζώνη, καθώς τους τελευταίους μήνες μειώνονται με κίνδυνο να αυξηθεί και πάλι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (σήμερα περίπου 8% ΑΕΠ)
Αυτές οι θετικές εξελίξεις, χάρη στην επιτυχημένη οικονομική πολιτική, προφανώς αντανακλώνται στην απόδοση των κρατικών εσόδων. Ετσι, χωρίς να προκαλείται έλλειμμα στον Προϋπολογισμό, μπορούν να αυξάνονται οι μισθοί και οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων και ταυτόχρονα να προκύπτει πρωτογενές πλεόνασμα (φέτος 1,1% ΑΕΠ και το 2024 2,1%). Παράλληλα, μειώνεται σημαντικά και το ποσοστό του εξωτερικού μας χρέους ως προς το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές (από 207% του ΑΕΠ το 2020 σε 166% του ΑΕΠ το 2023).
Συνολικότερα, η ανθεκτικότητα και η ανάπτυξη που επιδεικνύει η ελληνική οικονομία έχει αποτελέσματα στο επίπεδο της παραγωγικότητας, δηλαδή στην αύξηση του προϊόντος κατά εργαζόμενο, πράγμα που επιτρέπει την αύξηση των αμοιβών και αποτελεί βασικό στόχο της κυβέρνησης, με ιδιαίτερη πρόνοια στις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Αυτή η πολύ καλή εικόνα της ελληνικής οικονομίας ελπίζεται να μη σκιαστεί από τα σύννεφα του πολέμου που έχει ξεσπάσει στο Ισραήλ.
Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.