Εχουν περάσει αισίως 17 μήνες από τον Αύγουστο του 2021, τότε που – θεωρητικά – ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών και μέσα σε αυτό το διάστημα το θέμα έρχεται και επανέρχεται στην επικαιρότητα με ολοένα και πιο σημαντικές αποκαλύψεις.
Το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται τόσο καιρό εγκλωβισμένη σε μια πραγματικότητα όπου οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη, οι ενδείξεις και οι αποδείξεις που προκύπτουν από τη δημοσιογραφική έρευνα κραυγάζουν και η πολιτική κριτική προς την κυβέρνηση έχει εκτοξευθεί δημιουργεί μια αντικειμενικά οξύμωρη κατάσταση. Η ταχύτητα της Δικαιοσύνης στην απόδοση ευθυνών για αυτό το θέμα είναι αντιστρόφως ανάλογη της σημασίας της, ενώ το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για την πολιτική βούληση της κυβέρνησης να διαλευκάνει την υπόθεση.
Εδώ και καιρό ακούγεται το επιχείρημα ότι οι πολίτες δεν αξιολογούν το ζήτημα των υποκλοπών ως σημαντικό, επομένως δεν υπάρχει θέμα συζήτησης. Την επομένη της συντριπτικής νίκης της Νέας Δημοκρατίας στις εθνικές εκλογές πολλοί ήταν αυτοί που προεξόφλησαν ότι το ζήτημα αυτό έληξε οριστικά αφού επήλθε η λύτρωση διά της εκλογικής οδού. Οι πολίτες γνώριζαν, το εκλογικό σώμα αποφάνθηκε και – με δημοκρατικούς όρους – το θέμα θεωρείται λήξαν.
Την περασμένη εβδομάδα, από το βήμα της Βουλής ο Πρωθυπουργός υιοθέτησε αυτό το επιχείρημα με τον πιο εμφατικό τρόπο απαντώντας στην κριτική που του ασκήθηκε, αναφερόμενος μάλιστα στη μεγάλη διαφορά ποσοστών που έλαβε το κόμμα του σε σχέση με τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ.
Πράγματι, η λαϊκή βούληση όπως εκφράζεται από τις κάλπες αποτελεί τον πυρήνα της δημοκρατίας όπως την έχουμε γνωρίσει. Μπορούν όμως ζητήματα που αφορούν το κράτος δικαίου να μπαίνουν στο ζύγι των εκλογών; Είναι δυνατόν θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, να θεωρούνται ότι μπορούν να κριθούν με βάση τη λαϊκή ετυμηγορία; Και σε αυτή την περίπτωση ποιος θα ήταν ο ρόλος του Συντάγματος ως καταστατικού χάρτη του πολιτεύματος; Θα μπορούσε να ερμηνευτεί διαφορετικά ανάλογα με το αποτέλεσμα των εκάστοτε εκλογών;
Στη δημοκρατία οι κυβερνήσεις αποκτούν την εξουσία τους ελέω λαού, αλλά όχι υπεράνω Συντάγματος και κράτους δικαίου. Οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία, ακόμη και ως ρητορικό σχήμα, είναι επικίνδυνη για τους θεσμούς, ειδικά όταν εκφωνείται από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Οπως επικίνδυνη είναι και η αναζήτηση «ατζέντας» από κορυφαίους δικαστικούς, όπως ο κ. Ράμμος, που ως πρόεδρος της ΑΔΑΕ αναζητεί την αλήθεια για το τι έχει συμβεί με τρόπο που θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα για την κυβέρνηση και τη Δικαιοσύνη.