Η Ορθόδοξη Εκκλησία στο νεώτερο ελληνικό κράτος ξεκίνησε εξαρχής στραβά. Η πραξικοπηματική ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της, το 1833, είχε ασφαλώς τη σφραγίδα της βαυαρικής αντιβασιλείας, αλλά εξέφραζε και την επιθυμία μέρους τουλάχιστον της εγχώριας πολιτικής ηγεσίας.
Όταν, μετά μακρά περίοδο ζυμώσεων, ανακηρύχθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1850, για πρώτη φορά η Εκκλησία της τότε ελληνικής επικράτειας ως Αυτοκέφαλη, τούτο έγινε υπό τον ρητό όρο ότι θα διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως». Δύο χρόνια αργότερα, τα τότε πολιτικά κόμματα φαλκίδευσαν τον Πατριαρχικό Τόμο και με νόμους του 1852 ρύθμισαν τα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας και εδραίωσαν την πολιτειοκρατεία.
Προσπάθειες που έγιναν στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα για επαναφορά του κανονικού συστήματος, με την εισαγωγή του αιρετού λαϊκού στοιχείου στη όργανα διοίκησης της Εκκλησίας, καταργηθηκαν επί δικτατορίας Μεταξά (1936-1941). Τότε, για πρώτη φορά, επιβλήθηκε και ο εκλεκτός της Δικτατορίας, Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, με ακύρωση της εκλογής του Αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού.
Στην ανώμαλη περίοδο που ακολούθησαν το τέλος του Β΄ παγκόσμιου πολέμου στη χώρα μας, η διοικούσα Εκκλησία συντάχθηκε με την πλευρά των νικητών στον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Έτσι διαιωνίσθηκε μια κατάσταση που εμφάνιζε την Εκκλησία να κομματίζεται.
Στην περίοδο αυτή ανδρώθηκαν παρακκλησιαστικές οργανώσεις με προεξάρχουσα τη «Ζωή», που αργότερα διασπάστηκε με τη δημιουργία και του «Σωτήρα» (1960), οι οποίες δεν έκρυβαν την πρόθεσή τους να αναλάβουν και τη διακυβέρνηση της χώρας, ως επίδοξος πρόεδρος μάλιστα εφέρετο ο καθηγητής της Νομικής Σχολής Αλέξ. Τσιριντάνης.
Στη δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974), η ιστορία επαναλήφθηκε, με την αντικατάσταση του εκλεγμένου Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου Β΄ από τον εκλεκτό της χούντας Ιερώνυμο Α΄ [Κοτσώνη].
Η αποκατάσταση μιας οιονεί κανονικότητας στη διοίκηση της Εκκλησίας πρόλαβε την πτώση της δικτατορίας. Αυτό έγινε με την εκλογή, τον Ιανουάριο 1974, του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σεραφείμ ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών, από την αποκληθείσα «πρεσβυτέρα Ιεραρχία», δηλ. εκείνους μόνο του Μητροπολίτες που δεν είχαν εκλεγεί την περίοδο της δικτατορίας ούτε είχαν μετάσχει στην εκλογή ή/και στα όργανα διοίκησης της Εκκλησίας επί Ιερωνύμου Α΄.
Η ανατροπή αυτή οδήγησε στην ορκωμοσία, στις 24.7.1974, ενώπιον του τότε «Προέδρου της Δημοκρατίας» στρατηγού Γκιζίκη, του Κωνσταντίνου Καραμανλή από τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ο οποίος παρέμεινε επί όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, ελισσόμενος επιδέξια για την αντιμετώπιση πλήθους σοβαρών θεμάτων που έθιγαν την Εκκλησία.
Η συγκρουσιακή πολιτική του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου (1998-2008), που τον διαδέχθηκε, σε σειρά ζητημάτων και κυρίως στο θέμα των ταυτοτήτων, τον έφερε σε ρήξη με τις κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τον ταύτισε με τη δεξιά.
Ο πρόωρος θάνατός του, οδήγησε στην εκλογή του Ιερώνυμου Β΄ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας. Η περίοδος που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από εναλλαγές κυβερνήσεων, βαθειά οικονομική κρίση, κίνδυνο για έξοδο της χώρας μας από την Ευρώπαϊκή Ένωση, είσοδο ακροδεξιών κομμάτων στη Βουλή, την πανδημία και ένα πρωτοφανές τοξικό πολιτικό κλίμα.
Ο Ιερώνυμος Β΄ [ ο οποίος] αποδείχθηκε, με τον τρόπο του, επιδέξιος διαχειριστής των κρίσεων αυτών έτσι, ώστε να μην τρωθεί το κύρος της Εκκλησίας.
Αυτό δεν εμπόδισε, ατυχώς, τη δημιουργία ακραίων παρεκκλησιαστικών συντηρητικών μορφωμάτων με προφανώς αντιεκσυγχρονιστικές, ομοφοβικές, εθνικιστικές και τελικώς αντιδημοκρατικές θέσεις, που δεν δίστασαν να καπηλευθούν, ακόμη και να εμπορευθούν, εκκλησιαστικά σύμβολα προκειμένου να εισέλθουν στη Βουλή.
Μετά τις πρόσφατες εκλογές αναδείχθηκε η ύπαρξη και άλλων τέτοιων ακροδεξιών μορφωμάτων. Η πρόσφατη δήλωση τον Αρχιεπισκόπου Αθηνών (27.5), ως προέδρου της Ι. Συνόδου, για «χυδαία απόπειρα» εργαλειοποίησης της Εκκλησίας, ήταν μεστή περιεχομένου και απολύτως αναγκαία. Δεν αρκεί όμως. Θέση πρέπει να λάβει και η Σύνοδος, που συνέρχεται τις επόμενες ημέρες, [αλλά και η Ιεραρχία]
Θέση, τέλος, πρέπει να λάβει και η Ιεραρχία, ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, κατά την τακτική σύνοδό της τον Οκτώβριο, αποφασίζοντας, επιτέλους, να ασχοληθεί με τα ζέοντα θέματα, ακόμα και αν υπάρξουν διαφωνίες, για να αντιμετωπιστεί οριστικά το ζήτημα των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων και των κάθε λογής θρησκόληπτων απατεώνων.
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.