Εικόνες από μία έκθεση

«Ο Αργυρός ήταν «ελευθέρα Κέρκυρα»,

σ’ άφηνε να κάνεις ό,τι θέλεις»

Γιάννης Μόραλης

Στην έκθεση του Γιάννη Μόραλη αυτές τις μέρες στο μουσείο Μπενάκη κατάλαβα τι σημαίνει να κατανοώ τον εαυτό μου ως χρονική απόσταση και την ελληνικότητα ως αντικείμενο σκέψης και όχι ως βίωμα. Και έθεσα όπως είναι φυσικό και το ερώτημα του παρόντος χρόνου που συγκροτείται με την επανάληψη του παρελθόντος εν αναμονή ενός αβέβαιου μέλλοντος. Συνειδητοποίησα επίσης ότι αυτά δεν συμβαίνουν από το μυαλό, αλλά στο μυαλό που τα υφίσταται. Που χάνει δηλαδή και ξανακερδίζει τον χρόνο, όχι μόνο δίνοντάς του κατεύθυνση ως βέλος του χρόνου αλλά και στόχο. Ετσι είδα το τελάρο του Μόραλη στην έκθεση στο Μπενάκη. Συνέθεσε τον χρόνο και τον συγκρότησε. Υπόκειμαι κι εγώ με τους καταναγκασμούς και τη θλίψη μου στη δύναμη των εθισμών μου γνωρίζοντας πως «δεν υπάρχει συνέχεια, παρά η συνέχεια των εθισμών» (Samuel Butler).

Ο,τι είμαι, ήμουν και στο «δεν ήμουν αυτό παρά μόνο για να γίνω εκείνο που μπορώ να γίνω» πρόσθεσα ένα «δεν»: Δεν μπορώ να γίνω αυτό για το οποίο ήμουν. Αυτή η απόκλισή μου είναι η κλίση μου. Και το δίδαγμα περί του αυθεντικού, όλη εκείνη η φιλολογία περί ελληνικότητας, όλος ο κρυφός μεγαλοϊδεατισμός των ημερών που επανέρχεται σε ημερησία διάταξη, συμβαίνει γιατί αγνοούμε την ουσία της επανάληψης η οποία εν τέλει επιβεβαιώνει την ενικότητα διασταυρώνοντάς την με τη διαφορά. Αυτό συνέβη και στον Μόραλη. Στο εργαστήριο της οδού Δεινοκράτους 9, με το άσπρο του κοστούμι, μπροστά στο τελάρο, με χάρακα και με διαβήτη, αυτό το παραπαίδι της γενιάς του ’30, αφού εννόησε την ελληνικότητα και τη ζωγράφισε στις προμετωπίδες του Ικαρου, όδευσε στη γεωμετρική αφαίρεση, δείχνοντάς μας με αυτό το «ολιγοψήφιο αλφάβητο» όπως έγραψε ο Ελύτης, δηλαδή με τα ημικύκλια και τις διαγωνίους, ότι η ζωγραφική πρέπει να γίνει κατανοητή ως κίνηση μέσω ενός δυνητικού πεδίου εντάσεων και όχι ως απεικόνιση. Και όπως στη σύγχρονη ποίηση το απαρέμφατο, έτσι και στη ζωγραφική η «γραμμή» επανατοποθετεί το αναπαριστώμενο σε όλες τις νοητικές του δυνατότητες ως υψηλό (sublime).

Απάντησα λοιπόν σε μια συνέντευξή μου στην «Καθημερινή» προ πολλών ετών στην Αννα Γριμάνη, στο ερωτηματολόγιο που μου έθεσε, τα εξής:

Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Είναι απερίφραστα ένα ιδεολόγημα που εκλύει ένα είδος ιδεοληπτικής νεύρωσης, πολλαπλώς κερδοφόρου σε χρήμα (μεταφράσεις), σε είδος (δωράκια) και σε αξιώματα (Ακαδημία Αθηνών). Είναι, επιπλέον, η αντανάκλαση που παρέχει την προβολή της ανάδελφης ολότητάς μας στον ίδιο τον στερημένο μας εαυτό. Τέλος, είναι μια ομιλούσα φαντασίωση που οι επιτήδειοι τη μετέτρεψαν σε καθομιλουμένη. Δείτε, παρακαλώ, πώς απαντούν οι ιδεοληπτικοί που υποκαθιστούν με μια συμβολική διαμεσολάβηση, μια φαντασιακή υπεραφθονία μέσα στην οποία εισάγουν διαστρεβλωμένη την Ελλάδα, υπό μορφήν πευκοβελόνας. Αμφιβάλλω εάν πρόκειται για γνώση της πατρίδας (πατριδογνωσία) ή για άγνοια που εξισώνει ένα τραγούδι του Μίμη Τραϊφόρου («Λίγα πεύκα, λίγα μάρμαρα λευκά») με ένα τραγούδι του Σούμπερτ. Καταλήγω: η δυσκολία για τους Ελληνες (και η ευκολία) να προσεγγίσουμε την «ελληνικότητα» έγκειται, παραδόξως, στο ότι

τοποθετείται ακριβώς στο επίπεδο της κατανόησης. Αυτό όμως συμβαίνει και με την παράνοια.

Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Ενα μυγόχεσμα στο βορινό παραθύρι στο «χωριό» του πάππου μου. Στο παιδικό μου μυαλό, φάνταζε – contre lumiere – σαν ο γεωφυσικός χάρτης της Ελλάδας.

Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Του Λαζόπουλου στα DVD του «Αλ Τσαντίρι» που μοιράζει η Γιάννα στον «Ελεύθερο Τύπο». Του Θανάση Βαλτινού στην Ακαδημία Αθηνών.

Αυτό που με χαλάει.

Οτι αναγκάζομαι να απαντήσω ειρωνικά στις ερωτήσεις σας, ενώ θα έπρεπε να σωπάσω. Αλλά να που για άλλη μια φορά, προκειμένου οι ενστάσεις μου να είναι κοινωνήσιμες, επικαλούμαι τον Νίτσε για την περίπτωση «εκείνου του θεού που όταν θέλησε να γίνει μοναδικός θεός, οι άλλοι θεοί πέθαναν από τα γέλια»…

Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Την ερώτηση έχει απαντήσει ο κύριος Νίκος Δήμου («Η δυστυχία τού να είσαι Ελληνας»).

 

Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας ή παραμένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Ο τελευταίος Ελληνας που «παρήγαγε» (αλλά γιατί αυτό το ρήμα;) πολιτισμό είναι ο Γιάννης Μόραλης. Εδώ και 30 χρόνια, εις πείσμα του κατεστημένου ελληνοκεντρισμού, προάγει έναν ελληνικό μοντερνισμό πέραν της ελληνικότητας.

Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;

Με την παλαιά ταυτότητα: αυτή στην οποία αναγραφόταν υποχρεωτικά το θρήσκευμα.

Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.

Γιατί δεν είμαστε περισσότερο Ελληνες, δηλαδή, όπως σημειώνει ο Νίτσε, «επιπόλαιοι από βάθος»; Το πρέπει που δεν μπορώ να πετάξω είναι ότι οφείλω να είμαι Ελληνας απέναντι στη γλώσσα μου, που δεν τη μιλώ, αλλά με μιλάει.

Ο Ελληνας ποιητής μου.

Απαντώ, επαναλαμβάνοντας αυτό που είπε ο Αντρέ Ζιντ, όταν ερωτήθηκε ποιος είναι ο μεγαλύτερος γάλλος ποιητής: «Helas, Victor Hugo» (δυστυχώς, ο Βίκτωρ Ουγκώ). Επιτρέψτε μου, λοιπόν, την παραλλαγή «Ελλάς, ο Γιώργος Σεφέρης». Αντίθετα με τους τρεις μεγάλους ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά, ο τετραπέρατος αυτός Σμυρνιός γνώρισε τη γλώσσα του και την ποίησή του μέσα από τον Λαφόργκ, τον Βαλερύ και τον Τ. Σ. Ελιοτ.

Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Η λήθη. Κανείς εδώ δεν παραμένει για πολύ φίλος ή εχθρός με κανέναν.

Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη – ορίστε την.

Η Βάρης – Βουλιαγμένης στα Βλάχικα. Η Εθνική στον Μαλιακό με τις εκατόμβες προ των μνημείων του Λεωνίδα και του Αθανασίου Διάκου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.