Το Σύνταγμά μας σχεδιάζει κανονιστικά τον «φέροντα σκελετό» του εκλογικού συστήματος. Το άρθρο 54 παρ. 1 Συντ. αναθέτει στη Βουλή να το διαρρυθμίσει, μάλιστα με ευρύτερη συναίνεση. Διαφορετικά, αυτό εφαρμόζεται στις μεθεπόμενες εκλογές από την ψήφισή του, ώστε να μην μπορεί καθεμιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία να εισάγει ρυθμίσεις που θα εξυπηρετούν τα συγκυριακά της συμφέροντα.
Ο νομοθέτης, όμως, δεν είναι ελεύθερος να διαμορφώνει τον εκλογικό νόμο. Το Σύνταγμα θεσπίζει τις αρχές που ρυθμίζουν την ψήφο και ενεργούν ως παράμετροι συγκρότησης του εκλογικού συστήματος. Ετσι προβλέπει ρητά ότι οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία, ενώ η ισότητα της ψήφου απορρέει από την ίδια τη λαϊκή κυριαρχία και προσλαμβάνει το πλήρες νόημά της ως αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου. Τούτο σημαίνει πως το εκλογικό σύστημα πρέπει να διασφαλίζει ότι η ψήφος καθενός εκλογέα θα ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος, δηλαδή ότι η ίδια εκλογική δύναμη των κομμάτων θα επιδρά χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις στην κατανομή των εδρών καθεμίας εκλογικής περιφέρειας.
Το εκλογικό σύστημα οφείλει, επομένως, να διασφαλίζει την αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων στη Βουλή: κατά το Σύνταγμα, το εκλογικό σύστημα πρέπει να οδηγεί στην ανανέωση της σύνθεσης της λαϊκής αντιπροσωπείας, αλλά και στην ανάδειξη κυβέρνησης, σύμφωνα με τις επίκαιρες επιλογές του εκλογικού σώματος. Για τον λόγο αυτόν, και ο στόχος της κυβερνητικής σταθερότητας αποτελεί μία από τις παραμέτρους για την επιλογή του εκλογικού συστήματος, που μπορεί να κάμπτει κάπως την αναλογικότητα της κατανομής των εδρών, προκειμένου να αποφεύγονται ο κατακερματισμός των κοινοβουλευτικών δυνάμεων και ο κίνδυνος της ακυβερνησίας.
Στην πράξη, πάντως, η αναλογική εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων νοθεύεται και η ισοδυναμία της ψήφου εξαϋλώνεται. Ενδεικτικά, τα εκλογικά συστήματα αποδίδουν στο πρώτο κόμμα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό εδρών στη Βουλή σε σχέση με το ποσοστό του στο εκλογικό αποτέλεσμα. Με την πρόβλεψη «bonus», η κοινοβουλευτική υπεραντιπροσώπευση του πρώτου κόμματος παραμένει υψηλότατη, με τον δείκτη αντιπροσώπευσής του να κυμαίνεται μεταξύ 121% και 200%. Το ΑΕΔ δεν έστερξε να ελέγξει την αντισυνταγματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων και τα εκλογικά συστήματα στήριξαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τον δικομματισμό, ευνοώντας συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις.
Εξ ου, μπροστά και στη ρευστοποίηση του κομματικού σκηνικού, πυκνώνουν οι φωνές που προτείνουν τη συνταγματοποίηση των πλειοψηφικών χαρακτηριστικών του εκλογικού νόμου. Πρόκειται για επιστροφή στην εποχή της ψήφου με σφαιρίδιο, την οποία η αμοιβαία δυσπιστία των κομματικών σχηματισμών είχε εντάξει στο Σύνταγμα του 1864, προκαλώντας μακρόχρονες αγκυλώσεις. Οι σύγχρονες αδυναμίες του κομματικού συστήματος δεν δικαιολογούν τον αναχρονισμό. Αντίθετα, η ιστορία και η συγκριτική ανάλυση δείχνουν ότι το εκλογικό σύστημα πρέπει να παραμένει «ανοιχτό», για να μπορεί ο νομοθέτης να μεταβάλλει τις συνιστώσες του, εν όψει της πραγμάτωσης της λαϊκής κυριαρχίας στη μεταβαλλόμενη ιστορική συγκυρία.
Σήμερα, το δημοκρατικό πρόταγμα που παραμένει μετέωρο είναι αυτό για εκλογικό σύστημα ικανό να «μετουσιώνει» τις πολιτικές επιλογές του λαού σε κοινοβουλευτική και κυβερνητική πράξη. Είναι, λοιπόν, κρίσιμο, στην προσεχή συνταγματική αναθεώρηση να αναζητηθούν εγγυήσεις ώστε να εξυπηρετείται η ισοδυναμία της ψήφου και να εξασφαλίζεται ότι η λαϊκή εντολή θα επηρεάζει πραγματικά το νομοθετικό και κυβερνητικό έργο. Αλλιώς, η πολιτική απάθεια θα ενισχύεται και η αυτοκυβέρνηση του λαού θα μοιάζει με χίμαιρα.
Η κυρία Ιφιγένεια Καμτσίδου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.