Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας άνοιξε ο πίθος της Πανδώρας. Βεβαιότητες δεκαετιών κατέρρευσαν με πάταγο και ο κόσμος μας αλλάζει. Χρειάζεται να είμαστε πλήρως συνειδητοποιημένοι ότι στο μέλλον θα δοκιμαστούν σκληρά οι αντοχές μας.
Τόσο η αναστάτωση στην παγκόσμια παραγωγή και διακίνηση αγαθών, που προκάλεσε η πανδημία, όσο και η ενεργειακή κρίση, που επιτάθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, προκάλεσαν τεράστια ανισορροπία στην παγκόσμια οικονομία. Πανδημία και ενεργειακή κρίση έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Εισάγονται στην Ευρώπη. Για αυτό και η αντιμετώπισή τους απαιτεί κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές.
Αμεση συνέπεια των κρίσεων είναι το τέλος της αφθονίας, το τέλος των βεβαιοτήτων, χωρίς την άμεση προοπτική να εμφανιστεί ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού, όπως παραστατικά ανέφερε πρόσφατα ο πρόεδρος Μακρόν. Δεν είναι καθόλου αυτονόητη, για άγνωστο ακόμη διάστημα, η πρόσβαση σε πρώτες ύλες και αγαθά που τις τελευταίες δεκαετίες ήταν διαρκώς διαθέσιμα, έστω στις μεγάλες μάζες της Δύσης. Τα δημόσια οικονομικά δεν μένουν ανεπηρέαστα, καθιστώντας ακόμα πιο δύσκολες μακροπρόθεσμα τις κρατικές παρεμβατικές πολιτικές. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να καλύψει όλο το κόστος των κρίσεων, παρότι τα προγράμματα κοινωνικής στήριξης είναι τα μεγαλύτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί ένα πλέγμα πιέσεων σε κοινωνικό επίπεδο. Η ποιότητα ζωής των πολιτών απειλείται με έντονη υποβάθμιση. Δεν ταλαιπωρούνται μόνο τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα, αλλά και η μεσαία τάξη. Είναι αναπόφευκτη η πτώση του βιοτικού επιπέδου για αρκετό διάστημα, τουλάχιστον όσο διαρκούν οι επιπτώσεις της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία. Διότι η ομαλοποίηση της κατάστασης δεν συμπίπτει με τον τερματισμό των μεγάλων κρίσεων.
Ελλοχεύει ο κίνδυνος η κρίση αυτή να μετατραπεί και σε πολιτική από όσους απορρίπτουν το σύγχρονο φιλελεύθερο πρότυπο ζωής και ανάπτυξης. Αυτοί εκμεταλλεύονται τα πραγματικά προβλήματα, τις δυσκολίες και τη δυσαρέσκεια των πολιτών για να πλήξουν την ελευθερία και τη δημοκρατία. Η ιστορική εμπειρία μάς δείχνει ότι ο κλονισμός της δημοκρατίας οδηγεί στον αυταρχισμό και τη μεγιστοποίηση των βιοτικών προβλημάτων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, επιπλέον, ο αναθεωρητισμός βρίσκεται στην εξώπορτά μας και απαιτείται διαρκής εγρήγορση.
Πολλοί αναρωτιούνται αν αξίζει να υποστούμε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες. Η απάντηση είναι ένα κατηγορηματικό ναι. Χρειάζεται να υπερασπιστούμε ανυποχώρητα τις αξίες μας, τις αρχές μας και το διεθνές δίκαιο: τα θεμέλια του μεταπολεμικού κόσμου, πάνω στα οποία στηρίχθηκε η διεύρυνση της ευημερίας, των δικαιωμάτων, της ελευθερίας και της επιστήμης. Ολα αυτά, και πολύ περισσότερα, θα χαθούν, αν υποχωρήσουμε, όπως τελικά έγινε στην Ευρώπη, τη δεκαετία του 1930. Η ελευθερία και η ευημερία έχουν κόστος, το οποίο εμείς οι Ελληνες το αναλαμβάνουμε πάντοτε στη μακραίωνη ιστορία μας.
Κατανοούμε απόλυτα ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια παρατεταμένη δοκιμασία, καθώς προηγήθηκε η επίμοχθη περίοδος των μνημονίων. Αλλά αυτή ακριβώς η εμπειρία μάς έχει κάνει ανθεκτικότερους και σοφότερους. Μάθαμε ότι εύκολες και μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν∙ ότι χρειάζεται σύνεση, σχέδιο, αποφασιστικότητα∙ ότι απαιτούνται σύμπνοια, αλληλεγγύη και πατριωτισμός.
Καθήκον των πολιτικών είναι να δώσουν λύσεις στα προβλήματα, γιατί αυτό απαιτούν οι πολίτες. Το μέγεθος των δυσχερειών επιβάλλει μια νέα κοινωνικο-πολιτική συμφωνία. Επιμέρους μέτρα και εμβαλωματικές ρυθμίσεις δεν επαρκούν. Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο που θα λαμβάνει υπόψη τα νέα δεδομένα και τις προκλήσεις του άμεσου μέλλοντος, χωρίς αγκυλώσεις και εξαρτήσεις από παρωχημένες ιδεολογίες και νοοτροπίες του παρελθόντος. Οι πολίτες απαιτούν πρακτικές άμεσες λύσεις και όχι θεωρία.
Στη συμφωνία αυτή επιβάλλεται η κοινωνία των πολιτών να είναι συμμέτοχος. Με άλλα λόγια, η συμφωνία να χτιστεί από κάτω προς τα πάνω. Η κοινωνία να θέσει τις προτεραιότητες και η πολιτική τάξη να προσφέρει τις ενδεδειγμένες ρεαλιστικές λύσεις και να μεριμνήσει για την πραγμάτωσή τους. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα ελληνικό σχέδιο που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας, τις αδυναμίες μας και τα πλεονεκτήματά μας.
Οι πολίτες καλούνται να διαλέξουν ποια Ελλάδα θέλουν. Το βασικό κριτήριο είναι οι πολιτικές, όχι τα ιδεολογήματα. Θέλουμε επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας ή επιδοματικές πολιτικές φτωχοποίησης; Μείωση ή αύξηση των φόρων; Ψηφιακό ή γραφειοκρατικό και παρωχημένο Δημόσιο; Ισχυρό ή ανοργάνωτο ΕΣΥ; Ανοικτά σύνορα ή αυστηρή μεταναστευτική πολιτική; Ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας ή θολοκουλτουριάρικο μηδενισμό; Σχέσεις αμοιβαίας συνεργασίας με τις υπερδυνάμεις του πλανήτη ή αφελείς περιπλανήσεις στον τρίτο κόσμο; Πανεπιστήμια ποιότητας ή καταφύγια της ανομίας; Ανυποχώρητη εθνική πολιτική ή κλείσιμο ματιού στον αναθεωρητισμό;
Οι διαχωριστικές γραμμές είναι σαφείς και έμπρακτες. Υπερβαίνουν πια τα παραδοσιακά δίπολα, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στη νέα πραγματικότητα. Ο νέος κόσμος απαιτεί εφευρετικές και θαρραλέες λύσεις.
Ο κ. Γιάννης Οικονόμου είναι υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος.