Η κομματική αντιπαράθεση γύρω από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων κορυφώνεται αυτές τις μέρες με την ένταση που «απαιτεί» η πολωτική προεκλογική περίοδος. Το πρόβλημα είναι ότι η αντιπαράθεση αυτή δεν περιστρέφεται γύρω από τα ουσιαστικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τις απαντήσεις των πολιτών, αλλά ότι παραμένει εγκλωβισμένη στο επίπεδο των εντυπώσεων. Τα κομματικά επιτελεία επικεντρώνονται, σχεδόν αποκλειστικά, στο να ερμηνεύουν ή και να παρερμηνεύουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων με στόχο να διατηρείται ζωντανό το προεκλογικό τους αφήγημα.
Η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να εμφανίσει την αυτοδυναμία ως τη μόνη εφικτή λύση για τη διακυβέρνηση της χώρας. Για τον σκοπό αυτόν επιμένει να αθροίζει σε ένα «τερατούργημα» τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, ακόμα και εκείνες που δηλώνουν ότι δεν θα ενταχθούν σε αυτό. Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να εμφανίζει ως εναλλακτικό σενάριο διακυβέρνησης την «προοδευτική συνεργασία» δυνάμεων, παρ’ όλες τις σοβαρές προγραμματικές τους αποκλίσεις. Η λεγόμενη «κυβέρνηση των νικητών» δεν εκφράζει παρά τη φιλοδοξία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να ξανακυβερνήσει τη χώρα πάση θυσία.
Αποδεικνύεται καθημερινά ότι οι δημοσκοπήσεις αντί να είναι εργαλεία που αποτυπώνουν την κοινωνική απήχηση των πολιτικών δυνάμεων με σκοπό τη διαμόρφωση της πολιτικής τους, γίνονται μέσα εξυπηρέτησης των κομματικών τους σκοπιμοτήτων. Η απλή αναλογική με την οποία θα διεξαχθούν οι ερχόμενες εκλογές δεν ψηφίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ στη βάση δήθεν κάποιας αριστερής αρχής αλλά μόνον όταν άρχισε να τον προσπερνάει δημοσκοπικά η ΝΔ. Αλλωστε, την «αρχή» αυτή την είχε «ξεχάσει» η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του ’15 όταν καρπώθηκε το μπόνους των 50 εδρών.
Ούτε όμως και οι τροπολογίες της ΝΔ για την απαγόρευση της συμμετοχής του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές ψηφίστηκαν, τυχαία, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Το δημοσκοπικό καμπανάκι που προειδοποιούσε για την πιθανή νέα εκπροσώπηση των χρυσαυγιτών στη Βουλή ενεργοποίησε τα κυβερνητικά αντανακλαστικά ώστε να αποφευχθούν ανεπιθύμητες εκλογικές παρενέργειες. Ωστόσο, η δυνατότητα συμμετοχής της εγκληματικής οργάνωσης στις εκλογές βαραίνει συνολικά τις πολιτικές δυνάμεις που συνέβαλαν με τη διαχρονική τους ανοχή στο να μην έχει ακόμα τελεσιδικήσει η καταδίκη των μελών της.
Το δικομματικό πολιτικό σύστημα οικοδόμησε συστηματικά στη διάρκεια της μεταπολίτευσης ένα γραφειοκρατικό πελατειακό κράτος σε βάρος της διαφάνειας και της αξιοκρατίας. Η διαιώνιση του κράτους αυτού εγκυμονεί κινδύνους και απειλεί να παρασύρει τη χώρα σε νέες επώδυνες περιπέτειες. Είναι πλέον καιρός οι πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν τη μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας και θεωρούν αδιαπραγμάτευτη την ευρωπαϊκή της προοπτική να διασφαλίσουν την πολιτική σταθερότητα μακριά από τυχοδιωκτισμούς, πειράματα και κομματικές σκοπιμότητες που κόστισαν ακριβά στο πρόσφατο παρελθόν.
Ο κ. Γιάννης Μεϊμάρογλου είναι εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού «Μεταρρύθμιση».