Δημόσιο συμφέρον και δημοσιογραφία

Εναντι της πρωτιάς της είδησης υπερέχουν το πρωτείο της υπεύθυνης δημοσιογραφίας και η υπεράσπιση της δημοσιότητας όχι ως θέαμα αλλά ως όρος στοχαστικής συλλογικής γνώμης στην υπηρεσία της δημοκρατίας

Οντως η παραβίαση του εμπάργκο δημοσίευσης της είδησης για την ανταλλαγή κρατουμένων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας από το Bloomberg θα μπορούσε να έχει κακή έκβαση. Ανεξάρτητα όμως από το αν την ευθύνη της διαρροής φέρει η απλή ρεπόρτερ ή κάποιος/α αρχισυντάκτης, γεγονός παραμένει ότι η συγκεκριμένη δημοσίευση υπάκουσε στην ανταγωνιστική αγωνία της «πρωτιάς». Αυτή ωστόσο δεν εκπορεύεται μόνο από τη φύση του επαγγέλματος, αλλά και από ευρύτερες διεργασίες των κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας στις οποίες υπόκεινται και τα μέσα ενημέρωσης. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για την απαιτούμενη ταχύτητα με την οποία καλούνται οι δημοσιογράφοι να ανταποκρίνονται στις επιταγές του επαγγέλματός τους.

Οχι τυχαία, ο γερμανός κοινωνιολόγος Χάρτμουτ Ρόζα χαρακτήρισε τη σύγχρονη κοινωνία «κοινωνία της επιτάχυνσης», υπό την έννοια πως όχι μόνο τα πάντα πλέον κινούνται γρηγορότερα από ό,τι στο παρελθόν, αλλά πρωτίστως κατά το ότι ανά μονάδα μέτρησης χρόνου (ώρα, ημέρα, εβδομάδα κ.λπ.) η σκέψη, τα συναισθήματα και τα βιώματα των ανθρώπων αδυνατούν, ή τέλος πάντων δυσκολεύονται, να συντονιστούν με τους ρυθμούς των τεχνοοικονομικών δομών. Ετσι ο χρόνος ως διάρκεια και προοπτική δεν μας φτάνει. Δεν πρόκειται λοιπόν απλώς για την «αποικειοποίηση» του βιόκοσμου από το τεχνοοικονομικό σύστημα που είχε διαγνώσει προ αρκετών δεκαετιών ο Χάμπερμας, αλλά για τάση μετάλλαξης του εαυτού. Και υπό την επήρεια των εφαρμογών του Διαδικτύου τα υποκείμενα ωθούνται να προσαρμοστούν στη γρήγορη σκέψη (fast thinking), ώστε συχνά η γνώμη και η εντύπωση να υποκαθιστούν τη γνώση.

Τις επιπτώσεις της συνθήκης αυτής στο πεδίο της δημοσιογραφίας είχε διαγνώσει παλαιότερα και ο Μπουρντιέ αναφερόμενος στην τηλεόραση. Παρά την ύπαρξη κανόνων δεοντολογίας, στην ψηφιακή εποχή οι δημοσιογράφοι λειτουργούν έτι περαιτέρω υπό την πίεση του επείγοντος και του εμπορικού ανταγωνισμού για την «πρωτιά». Οπότε, και μέσω της εντυπωσιοθηρίας οι ειδήσεις, έγκυρες και μη, προσφέρονται ως πολιτισμικό fast food, μια και η ερευνητική δημοσιογραφία συρρικνώνεται. Η τελευταία προϋποθέτει γνώση, υπομονή, κοινωνική υπευθυνότητα και υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος.

Προσοχή όμως: συχνά οι δημοσιογράφοι επικαλούνται την κοινή γνώμη και το δικαίωμα στην πληροφόρηση όταν στο μεταξύ η νεοφιλελεύθερη εξατομίκευση, ο καταναλωτισμός και η αλγοριθμική πολιτισμική ομοφιλία (eco chambers) κατακερματίζουν τη δημόσια σφαίρα τόσο ώστε να συσκοτίζεται η ιδέα του δημόσιου συμφέροντος – εκ των θεμελίων του πολιτικού φιλελευθερισμού. Οσο το «δημόσιο» εκκενώνεται από το συλλογικό και δεσμευτικό του περιεχόμενο, υποκαθίσταται από ένα μωσαϊκό ατομικών βλέψεων. Στο «δημόσιο συμφέρον» το μεν «δημόσιο» μετατρέπεται σε αθροιστική προέκταση του ιδιωτικού, το δε «συμφέρον» νοείται ως ανάγκη απλής περιέργειας.

Συνεπώς, έναντι της πρωτιάς της είδησης υπερέχουν το πρωτείο της υπεύθυνης δημοσιογραφίας και η υπεράσπιση της δημοσιότητας όχι ως θέαμα αλλά ως όρος στοχαστικής συλλογικής γνώμης στην υπηρεσία της δημοκρατίας.

Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.