Οταν πριν από λίγα χρόνια η τότε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Μαρία Γεωργίου αποφάσισε να απολυθούν δικαστές που ήταν ανεπαρκείς, πολλοί προέβλεπαν ότι το εγχείρημα θα αποτύχει, και μάλιστα παταγωδώς, γιατί θεωρούσαν δύσκολο να σπάσει ο τοίχος της συντεχνιακής λογικής ή άλλως τής κακώς εννοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης.

Ομως κατά τη διάρκεια της θητείας της απολύθηκαν γιατί δεν έκαναν για δικαστές περί τους 25, ενώ η ίδια λογική ακολουθείται και σήμερα κατά τη θητείας της σημερινής Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ιωάννας Κλάπα, ενώ οι απολύσεις δικαστών λόγω ανεπάρκειας έχουν φθάσει τους 35.

Μάλιστα, μέσα στον Ιανουάριο αναμένεται, όπως πληροφορούμαι, νέα απόφαση της Ολομέλειας του ανωτάτου δικαστηρίου που θα κρίνει την απόλυση ή μη κι άλλων δικαστικών, που έχουν πολύχρονες καθυστερήσεις στην έκδοση των αποφάσεων, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στους δικαζόμενους πολίτες.

Η κατάσταση πια στη Δικαιοσύνη έχει αλλάξει. Δεν γίνεται ανεκτό κάτι που για χρόνια ίσχυσε, δηλαδή να αντιμετωπίζονται με συντεχνιακή λογική δικαστές που δεν ανταποκρίνονται στα στοιχειώδη, ταλαιπωρούν τον κόσμο, εκθέτουν τη Δικαιοσύνη και μερικές φορές – δυστυχώς δεν είναι λίγες – τα προβλήματα που δημιουργούν στους δικαζόμενους πολίτες δεν διορθώνονται.

Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που φέτος η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου στο μήνυμά της για τη νέα χρονιά δεν μάσησε τα λόγια της και απευθυνόμενη στους δικαστές τούς υπενθύμισε τη βασική τους υποχρέωση. Να δικάζουν και να απονέμουν δικαιοσύνη και γρήγορα και ποιοτικά. Και κάτι ακόμη. Να μην κοροϊδεύουν επικαλούμενοι τυπικές και άλλες παραλείψεις για να αργήσουν να εκδώσουν αποφάσεις.

Η σταθερή απόφαση της ηγεσίας του Αρείου Πάγου τα τελευταία χρόνια να αξιολογούνται όσοι δικαστές δεν ανταποκρίνονται, με κριτήρια απόδοσης και όχι με τον κανόνα που ίσχυε, της συντεχνιακής λογικής, είναι σημαντική και δίκαιη, όχι μόνον για τους δικαζόμενους πολίτες αλλά και τους δικαστές, που είναι η μεγάλη πλειοψηφία, και υφίστανται τις συνέπειες της ανεπάρκειας εκείνων που δεν δουλεύουν.

Η αξιολόγηση με ουσιαστικά κριτήρια, αν είναι απαραίτητη, που είναι γενικά στη δημόσια λειτουργία, στη Δικαιοσύνη είναι εκ των ων ουκ άνευ. Γιατί ο δικαστής δεν είναι δυνατόν να αποφασίζει, με καθυστέρηση, να δουλεύει όταν μπορεί, να επικαλείται χίλια δυο και να μην ανταποκρίνεται στα αιτήματα των δικαζόμενων πολιτών που ζητούν έννομη προστασία, ή που έχουν φθάσει στις αίθουσες των δικαστηρίων για να βρουν το δίκιο τους.

Η εργασία του έχει θεσμικό βάρος και μεγάλη κοινωνική ευθύνη και αντίκτυπο στην οικονομία, στην κοινωνική ισορροπία και στη λειτουργία της δημοκρατίας. Γι’ αυτό άλλωστε περιβάλλεται ο δικαστής με τόσα συνταγματικά αντίβαρα, με τόσες συνταγματικές πρόνοιες.

Γι’ αυτό δεν είναι απλά δημόσιος υπάλληλος ή απλά ένας κρατικός λειτουργός. Οπότε αξιολόγηση με συντεχνιακή λογική και κριτήρια συναδελφικής αλληλεγγύης δεν προσφέρεται για τη Δικαιοσύνη. Εστω και αργά αυτό έγινε αντιληπτό…