Οι συζητήσεις για την αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος σπανίως είναι ανεπίκαιρες. Τούτο οφείλεται σε έναv βαθμό σε αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την προβλεπόμενη διαδικασία αναθεώρησης και τις αυξημένες απαιτήσεις της εξ επόψεως χρόνου.

Ως γνωστόν, σε αντίθεση με ήπια Συντάγματα που αναθεωρούνται σχεδόν όπως οι απλοί νόμοι, το δικό μας κατατάσσεται από τη συνταγματική θεωρία στα αυστηρά: Η αναθεώρηση προϋποθέτει παρέλευση πενταετίας από την περάτωση της προηγούμενης, καθορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων από την (προτείνουσα) Βουλή και απόφαση επί της αναθεώρησης από την επόμενη (αναθεωρητική) Βουλή, έπειτα από εκλογές. Για κάθε προσπάθεια αναθεώρησης απαιτείται η σχετική πρωτοβουλία να αναληφθεί εγκαίρως.

Επιπλέον, είναι απαραίτητη επαρκής προεργασία για επίτευξη διακομματικής συνεννόησης και μακροπρόθεσμη προοπτική. Δυστυχώς όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η συζήτηση περί συνταγματικής αναθεώρησης ανακινείται ενίοτε με μάλλον βραχυπρόθεσμα πολιτικά κίνητρα, ιδίως προεκλογικά. Είτε προκειμένου να καλλιεργηθεί κλίμα ευρύτερων συναινέσεων που ευνοεί τις μετεκλογικές συνεργασίες είτε ως ένδειξη αισιόδοξου μεταρρυθμιστικού πνεύματος.

Πολιτικά κίνητρα τέτοιας μορφής, παρότι κατ’ αρχήν θεμιτά, γεννούν προβληματισμούς από συνταγματική άποψη όταν επενεργούν στις προτεραιότητες της προτεινόμενης αναθεώρησης. Υπό το φως της βασικής λειτουργίας του Συντάγματος ως ορίου της πολιτικής εξουσίας και της εκάστοτε πλειοψηφίας αποκαλύπτεται η σημασία των προτεραιοτήτων: Η συντριπτική πλειονότητα των συνταγματικών προβλημάτων που μας απασχολούν δεν οφείλονται στους ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες ή στην ποιότητά τους αλλά στην πλημμελή τήρησή τους από το ίδιο το κράτος. Το επιβεβαιώνει δυστυχώς η νομολογία των δικαστηρίων μας και πολλές από τις καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε βάρος της χώρας μας για παραβάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Η κατοχύρωση των δικαιωμάτων στο ελληνικό Σύνταγμα δεν υστερεί σε σχέση με τα διεθνή κείμενα, τα ελλείματα που διαπιστώνονται αφορούν ακριβώς τον σεβασμό τους από τα κρατικά όργανα.

Η συνταγματική μας τάξη έχει επομένως ανάγκη όχι τόσο από μεταρρύθμιση των κανόνων αλλά πρωτίστως από βελτίωση της τήρησής τους. Υπό το πρίσμα αυτό, αναθεωρητικές πρωτοβουλίες που θα έθεταν ως προτεραιότητα την ενίσχυση των εγγυήσεων, των θεσμών και των διαδικασιών, που συντείνουν αποτελεσματικά στην τήρηση του Συντάγματος και των βασικών δικαιοκρατικών επιταγών του, δεν θα μπορούσαν παρά να είναι ευπρόσδεκτες.

Επεται σε σημασία, αλλά πάντως δεν στερείται αξίας, η στοχευμένη υιοθέτηση κανόνων προς αποτροπή νέων κρίσεων ή περιορισμό διαχρονικών παθογενειών, από τις οποίες επλήγησαν κατά την τελευταία δεκαπενταετία όχι μόνο οι πολίτες αλλά και το ίδιο το Σύνταγμα. Οι προκλήσεις είναι γνωστές: ορθολογικός δημόσιος δανεισμός, βιωσιμότητα χρέους και κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, διαγενεακή αλληλεγγύη, ανάσχεση της κλιματικής κρίσης.

Προτεραιότητα πρέπει ασφαλώς να αναγνωριστεί και στην ποιότητα έναντι της ποσότητας, καθώς στο πλαίσιο μιας συνταγματικής αναθεώρησης ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό ό,τι και για την απλή νομοθέτηση: αν δεν είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει ένας νόμος, τότε είναι επιτακτική ανάγκη να μη γίνει.

Ο κ. Νίκος Σημαντήρας είναι επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και ιδίως Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών.