Μεταξύ καλοκαιριού 1989 και άνοιξης του 1990 διεξήχθησαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Πάσχιζε τότε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης να γκρεμίσει το ΠαΣοΚ του ασθενούς και πληγωμένου από τα σκάνδαλα Ανδρέα Παπανδρέου. Η πρώτη αναμέτρηση τον Ιούνιο του 1989, υπό την επίδραση και του αναλογικότερου εκλογικού νόμου, δεν έδωσε κυβέρνηση και χρειάστηκε η παράταιρη και αταίριαστη σύμπραξη Δεξιάς – Αριστεράς για να σχηματιστεί βραχύβια ειδικού σκοπού συγκυβέρνηση υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη προκειμένου να παραπέμψει τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο.
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ξαναστήθηκαν οι κάλπες, χωρίς και πάλι να εξασφαλιστεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τον πρώτο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Μπροστά στο αδιέξοδο οι κυρίαρχες τότε πολιτικές δυνάμεις επέλεξαν να συγκροτήσουν οικουμενική κυβέρνηση υπό τον υπέργηρο, αλλά εμβληματικό και επί δεκαετίες διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα με σκοπό την αποτροπή της χρεοκοπίας αυτή τη φορά, καθώς η ελληνική οικονομία δοκιμαζόταν και για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες του προϋπολογισμού τον Ιανουάριο του 1990 εξέδωσε μηνιαία έντοκα γραμμάτια με επιτόκιο 27%!
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι έπειτα από λίγους μήνες και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1990 οι Ελληνες εκλήθησαν και πάλι να προσέλθουν στις κάλπες με τα συμπεράσματα της έκθεσης Αγγελόπουλου για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας να κοσμούν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Η Νέα Δημοκρατία, παρότι συγκέντρωσε σχεδόν το 47% των ψήφων, δεν εξασφάλισε την πλειοψηφία και χρειάστηκε να «κλέψει» έναν βουλευτή της ΔΗΑΝΑ, του κόμματος του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου, προκειμένου να συγκροτήσει κυβέρνηση επισφαλούς πλειοψηφίας 151 εδρών.
Εκτοτε, ο πατέρας του σημερινού Πρωθυπουργού πολιτεύθηκε με τον δικό του επιθετικό, φιλελεύθερο και για πολλούς ανάλγητο τρόπο. Στα δύο πρώτα χρόνια επέβαλε πολιτικές λιτότητας, αύξησε τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, επιχείρησε συγκρουσιακές αλλαγές στην Παιδεία και μαζί προώθησε πολιτικές φιλελευθεροποίησης των αγορών, προπαρασκευής των ιδιωτικοποιήσεων και μαζί εκποίησης των πάλαι ποτέ προβληματικών επιχειρήσεων.
Αρχικώς έχτισε προσδοκίες οικονομικής αναγέννησης, χρηματιστηριακής άνθησης και κατασκευαστικού οργασμού. Ταυτόχρονα προσπάθησε να βρει λύση στο θέμα της Βόρειας Μακεδονίας προκαλώντας τις αντιδράσεις της εθνολαϊκής πτέρυγας του κόμματός του και βεβαίως είχε τη φαεινή ιδέα ανάθεσης των αστικών συγκοινωνιών σε ιδιώτες λεωφοριούχους.
Ολα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την αποτυχία ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων και τις πολλές ενστάσεις και αμφισβητήσεις που ηγέρθησαν για την πώληση της ΑΓΕΤ Ηρακλής σε κάτι αμφιλεγόμενους Ιταλούς, κλόνισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών και επέτρεψαν στην αντιπολίτευση να ανασυγκροτηθεί και να διεκδικήσει με αξιώσεις την επάνοδο στην εξουσία. Εφθασε σε τέτοια επίπεδα υποχώρησης τότε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που δεν άντεξε την κοινωνική και εσωτερική πίεση. Η κυβέρνησή του έπεσε εκ των έσω το φθινόπωρο του 1993 και στις εκλογές του Οκτωβρίου επικράτησε κατά κράτος ο γηραιός και εμφανώς ασθενής Ανδρέας Παπανδρέου.
Προφανώς δεν υπάρχουν αναλογίες με τις σημερινές πολιτικές συνθήκες. Ωστόσο αρχίζουν σιγά-σιγά να διαμορφώνονται ευρύτατα πεδία αμφισβήτησης και να δημιουργούνται εστίες κοινωνικής δυσαρέσκειας που ήδη φθείρουν τη νεοδημοκρατική διακυβέρνηση. Οπως επίσης με τον καιρό «χτίζονται» θέματα, ευαίσθητα, φθοροποιά και ικανά να κλονίσουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Και μπορεί η κατακερματισμένη, πολυπρόσωπη και ασθενής αντιπολίτευση να μην είναι ακόμη σε θέση να ανατρέψει τη νεοδημοκρατική υπεροχή, αλλά χωρίς αμφιβολία συσσωρεύεται κρίσιμη ύλη καχυποψίας και αμφισβήτησης για τον κ. Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του. Υπό αυτή την έννοια, οι ευρωεκλογές μπορεί να κρύβουν δυσάρεστες εκπλήξεις για το συνήθως αυτάρεσκο Μέγαρο Μαξίμου, οι οποίες μπορεί να αποδειχθούν ικανές να αναγεννήσουν και αυτήν ακόμη την παραπαίουσα και ασθενή αντιπολίτευση…