Δίχως αμφιβολία, το Διαδίκτυο έφερε μια επανάσταση στην ελευθερία της έκφρασης και στην επικοινωνία κάθε μορφής. Εδωσε τη δυνατότητα σε κάθε χρήστη, ιδίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ), να αποκτήσει φωνή και άμεση πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα, και δη με πολύ χαμηλό κόστος.
Οπως επισήμαινε παλαιότερα το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ο κάθε χρήστης του Διαδικτύου «μπορεί να γίνει ντελάλης με μια φωνή που ακούγεται μακρύτερα από κάθε βήμα ομιλητή, […] ο καθένας μπορεί να εκδίδει τις προκηρύξεις του» (Reno v. ACLU, 1997).
Ιδιαίτερα διαδομένη στο Διαδίκτυο είναι η ανωνυμία (ή ψευδωνυμία), η οποία προστατεύεται από την ελευθερία της έκφρασης. Η προστασία της τελευταίας, ακόμα και με τη μορφή του ανώνυμου λόγου, είναι αναγκαία για τον έλεγχο της κάθε εξουσίας, την προαγωγή του πλουραλισμού των απόψεων και την επικράτηση της αλήθειας στον δημόσιο διάλογο (βλ. Τζον Στιούαρτ Μιλ).
Πέραν όμως αυτού, η ελευθερία του λόγου έχει και εγγενή αξία, αποτελώντας βασικό μέσο αυτοπραγμάτωσης του ατόμου, χωρίς την επαρκή προστασία του οποίου εκείνο χάνει την αναπνοή του, ήτοι την ανεμπόδιστη εκφορά των σκέψεών του.
Παράλληλα ωστόσο η διαδικτυακή ανωνυμία ενέχει και σοβαρούς κινδύνους. Ο ντελάλης δεν είναι ακίνδυνος, ιδίως στις μέρες μας. Ο ανώνυμος λόγος συχνά περιέχει συκοφαντικές διαδόσεις ή προσβολές της ιδιωτικότητας, αλλά και γενικότερα προωθεί ένα κλίμα τοξικότητας, δημοσίων απειλών ή προγραφών, όπως και παραπληροφόρησης στον δημόσιο διάλογο.
Ενίοτε, δε, πίσω από τη διαδικτυακή ανωνυμία μπορεί να κρύβονται «στρατοί τρολς», που υπηρετούν πολιτικά, οικονομικά ή άλλα συμφέροντα. Μέσα από στοχευμένες διαδικτυακές επιθέσεις ή εκστρατείες παραπληροφόρησης μπορούν να καταστραφούν προσωπικότητες, αλλά και πολύ περισσότερο να υπονομευτεί η ίδια η ομαλή δημοκρατική λειτουργία.
Ας μην παραβλέπουμε, πάντως, ότι η τοξικότητα, η επιθετικότητα και η παραπληροφόρηση δεν συνδέονται κατ’ ανάγκην μόνο με τον ανώνυμο λόγο· φορείς τους μπορεί κάλλιστα να είναι και επώνυμοι χρήστες, εξάλλου οι αλγόριθμοι των ΜΚΔ εν γένει ενθαρρύνουν τέτοιες συμπεριφορές.
Από εκεί πέρα όμως, όταν διαπράττονται αξιόποινες πράξεις στη διαδικτυακή σφαίρα, υφίστανται νομικές διαδικασίες για την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας ενός χρήστη, ενώ μπορεί να θεμελιωθεί και ευθύνη του διαδικτυακού παρόχου (λ.χ. ιδιοκτήτη ιστολογίου που φιλοξενεί ισχυρισμούς με συκοφαντικό περιεχόμενο).
Δεν χρειάζεται ίσως να ανατρέξει κανείς στα κείμενα των Πατέρων της Αμερικανικής Επανάστασης, στις Πραγματείες περί Κυβερνήσεως του Λοκ, στην Ελληνική Νομαρχία και σε άλλα αντίστοιχα ανώνυμα ή ψευδώνυμα έργα, για να αντιληφθεί ότι ο ανώνυμος (ή ψευδώνυμος) λόγος έχει βαθιές ρίζες στις φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Η ανωνυμία έχει σε αυτές ιδιαίτερη αξία, καθώς, όπως υπογράμμιζε ο καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης, «ενθαρρύνει τον λόγο, ιδιαίτερα εκείνον που είναι αιρετικός, ενθαρρύνει τον λόγο των μειοψηφιών, τον λόγο όσων εναντιώνονται στην εξουσία» (Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, 02/2012). Για πολίτες, μάλιστα, που ζουν σε ανελεύθερα καθεστώτα η διασφάλιση της ανωνυμίας μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας.
Εν κατακλείδι: Ο ανώνυμος ντελάλης επιτελεί, αναμφίβολα, μια σημαντική λειτουργία στον δημόσιο διάλογο. Συγχρόνως, ωστόσο, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σήμερα η συμμετοχή του στη δημόσια σφαίρα ενέχει σοβαρότερους κινδύνους σε σχέση με το παρελθόν, όπως είναι προεχόντως η ευρεία διασπορά ψευδών ειδήσεων και συκοφαντικών ισχυρισμών.
Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.