ΗΔΕΘ είχε κάτι από την τέλεια σκηνοθεσία. Πάντα επιμελώς σκηνοθετημένη και μηχανικά επαναλαμβανόμενη.
Μηχανικά επαναλαμβανόμενη κάθε Σεπτέμβρη, αποτελούσε κάτι σαν την έναρξη του χρόνου, ξεπερνούσε σε εορτασμούς την πρώτη ημέρα του έτους, ήταν μια ένδοξη πολιτική πρωτοχρονιά. Ολα έμελλε να συντελεσθούν στη ΔΕΘ. Σε μια, κάποια ΔΕΘ.
Αν οι οπαδοί της γραμμικής εξέλιξης της Ιστορίας έψαχναν ένα πειστικό παράδειγμα για τη θέση τους, θα το έβρισκαν στη ΔΕΘ.
Από χρονιά σε χρονιά, από Σεπτέμβριο σε Σεπτέμβριο, θα άκουγαν τις διακηρύξεις ενός ευδαίμονος τόπου. Τη σταθερή μετάβαση από το καλό στο καλύτερο, την ευρηματική διήγηση του εύφορου μέλλοντος, την εγγυημένη αύξηση μισθών και εισοδημάτων, για να μην ξεφύγουμε εντελώς από την ενδιαφέρουσα για τους ακροατές –τη μόνη ενδιαφέρουσα στο βάθος –ορατή υλική πλευρά του.
Η διαρκής αυτή ανακεφαλαίωση του παρόντος και του μέλλοντος μιλούσε ήδη από το αεροδρόμιο με ενθουσιασμό και με ενθουσιασμό ήδη από το αεροδρόμιο κάθε φορά γινόταν δεκτή, κάτι σαν θεία έμπνευση.
Στη ΔΕΘ καθρεφτίζονται τα σταθερά και ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας εποχής. Των εκλεγμένων αντιπροσώπων της, του ύφους των αξιωματούχων της, της αντίληψης ενός κοινού που υποδεχόταν και χειροκροτούσε.
Χειροκροτούσε την περιγραφή μιας πραγματικότητας απέναντι στην ίδια την υπόστασή της.
Από την ευδαίμονα ανακεφαλαίωση της ζωής του μικρού τόπου και την αυταπάτη της διηγηματικής δόμησης του μέλλοντός του, έχουμε φθάσει στην ορατή πια ανακεφαλαίωση της φθοράς.
Ενα βιβλίο φθοράς συνολικά ήταν η ΔΕΘ. Στο σκηνικό της μπορεί κανείς εύκολα να μελετήσει τη φθορά ενός λαού. Δεν πρωτοτύπησε με το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ο κ. Τσίπρας. Είχαν άλλα πολλά προηγηθεί.
Η αυταπάτη της γραμμικής εξέλιξης που πότισε σπάταλα η ΔΕΘ θρυμματίστηκε στο μέτωπο της πραγματικής ζωής. Κανείς δεν μπορεί πλέον να συνενώσει τα διεσπαρμένα σε μια νέα εμπειρία. Η φαινομενικότητα της ΔΕΘ έχει τελειώσει.
Θα μπορούσε κάτι όμως από αυτή την παράσταση να διασωθεί, να αποκτήσει έτσι το απομεινάρι της μια χρησιμότητα. Προτείνω να γίνει η ΔΕΘ ένα εργαστήριο αυτογνωσίας.
Κάθε φορά, μετά την επίσημη, εξαγγελτική και επιμελημένη ομιλία του πρωθυπουργού, οι παρευρισκόμενοι αξιωματούχοι να παραμένουν στην αίθουσα και να παρακολουθούν υποχρεωτικά –κάτι σαν κοινωνικό πείραμα, κάτι σαν δοκιμασία –την ομιλία που είχε εκφωνηθεί την προηγούμενη χρονιά. Μαζί και κάποια αποσπάσματα ενθουσιασμού από παλαιότερες υποσχέσεις ευδαιμονίας.
Μετά, νομίζω, θα κυκλοφορούσαν με άλλη ματιά στους δρόμους της όμορφης πόλης.
Με κέρδισε η ματαιότητα, αγαπητέ αναγνώστη, αυτή την Κυριακή.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ