Δεν μας πρέπουν οι συμβιβασμοί

Η πολιτική αδυναμία της αντιπολίτευσης να υπερβεί τη συνήθη τακτική δράσης, παρέχει στην εξουσία το πλεονέκτημα ενός παραποιητικού λόγου.

Αν ο ποιητής για να της μιλήσει «σείει τις φυλλωσιές της ποιήσεως», στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα κανένας ρομαντισμός δεν χωρεί, όσο και αν οι πολιτικοί λόγοι της ημέρας διεκδικήσουν λυρισμό και ρητορικότητα στο βήμα της Βουλής, στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, όπου η ζωή των ανθρώπων θα γίνει αντικείμενο μερικής περιγραφής και παραποιημένης αποτύπωσης. Με την κυβέρνηση πρώτα να επαναλαμβάνει σταθερά, όπως κάνει τον τελευταίο καιρό, μια εικόνα μακριά από τη συνθήκη της καθημερινότητας, όπως βιώνεται από τους πολλούς στη σύγχρονη Ελλάδα, μακριά και απέναντι από κάθε Ελληνα και Ελληνίδα, που όλο και πιο δύσκολα ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους.

Η πολιτική συνθήκη έχει αλλάξει και καθυστερημένα στον χρόνο – συμβαίνει να ακολουθεί με βραδύτητα η συντηρητική σκέψη τα γεγονότα – το κυβερνητικό σχήμα, μάλλον σαστισμένο, επιχειρεί να προσαρμοσθεί, με μετακινήσεις προσώπων και ατελέσφορο αναπροσανατολισμό του λόγου του, στα νέα πολιτικά δεδομένα που το παρασύρουν, με την απώλεια εμπιστοσύνης επιταχυνόμενη και την εξάντληση των πολιτικών επιχειρημάτων, από τα οποία προσδοκούσε μια δικαίωση και αποδοχή διαρκείας, όπως η φαντασία της μελλοντικής αυτοδυναμίας, να προσθέτει εμπόδια και αριθμητικούς φραγμούς.

Θα ήταν αυτό το πολιτικό αδιέξοδο στον χρόνο με το οποίο θα συναντηθεί το κυβερνητικό σχήμα περισσότερο εμφανές και η συνειδητοποίησή του από το πολιτικό σώμα θα επιτάχυνε τις εξελίξεις, ώστε η χώρα να μη σπαταλάει τον χρόνο της, αν η αντιπολίτευση, οι κύριοι εκφραστές της τουλάχιστον, επεξηγούσαν πειστικά τα δεδομένα που συγκροτούν τη συνθήκη, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο όσο – και σε σχέση με αυτό – στο εξωτερικό περιβάλλον, που όπως η Ιστορία διδάσκει τους προσεκτικούς αναγνώστες της, καμιά φορά αιφνίδια αλλάζει και σε αφήνει πίσω της παγερά και αδιάφορα. Η πολιτική αδυναμία της αντιπολίτευσης να υπερβεί τη συνήθη τακτική δράσης, χωρίς μια συνολική ερμηνευτική εκδοχή για τη φύση της κυβέρνησης και την εποχή σε εξέλιξη, παρέχει στην εξουσία το πλεονέκτημα ενός παραποιητικού λόγου και ως προς τον εαυτό της και ως προς την κοινωνία και τις δυνατότητές της και ως προς τον ευρύτερο κόσμο σε κίνηση και σε αλλαγή.

Στον πυρήνα αυτού του κυβερνητικού λόγου συναντάς και ακούς καθημερινά μια διαρκή πρόσκληση συμβιβασμού με την ανάγκη, αποδοχής της εγκατεστημένης συνθήκης, προβολής του αδύνατου κάθε σημαντικής ουσιαστικής μεταβολής, το μάταιο κάθε παρόμοιας ελπίδας και προσδοκίας στο βάθος. Είναι η σπορά ενός πεσιμισμού, που με τον τρόπο της η συμβατικότητα της αντιπολίτευσης στηρίζει, αφού απέχει από κάθε μέτωπο απογύμνωσης και ιδεολογικοπολιτικής επεξήγησης αυτής της μεθόδου κυριαρχίας.

Οι στενοί ορίζοντες και η μηχανική αποδοχή τους. Αυτός είναι ο επιδιωκόμενος συμβιβασμός. Και για το κοινωνικό σώμα και για τα άτομα ξεχωριστά. Αυτό είναι και το μέτωπο. Σε ποιον βαθμό στην καμπή αυτή του χρόνου της σύγχρονης ζωής μας η ανάγκη θα πάρει το πάνω χέρι, κερδίζοντας προσωρινά στον ορατό κύκλο. Κάθε παρόμοια κρίση θα καταλήξει ως «αίτημα» στην ατομική συνείδηση, που θα κληθεί να απαντήσει. Και εδώ η ποίηση. Το έχει έγκαιρα επισημάνει προς όλους: «είσαι το τελευταίο φυλάκιο, μετά από σένα δεν υπάρχει κανείς».

Ο κύριος Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.