Στις 7 Ιανουαρίου 2015 στο Παρίσι, 12 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων οκτώ μέλη της συντακτικής ομάδας του σατιρικού περιοδικού «Charlie Hebdo», δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ σε μια τρομοκρατική επίθεση που συγκλόνισε τη Γαλλία και τον κόσμο. Ακολούθησαν επιθέσεις σε αστυνομικούς και σε ένα εβραϊκό παντοπωλείο, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη στυγερή και αποτρόπαιη δολοφονία συνολικά 17 ανθρώπων.

Δέκα χρόνια μετά, το περιοδικό «Charlie Hebdo» εξακολουθεί να κυκλοφορεί, σε πείσμα των τρομοκρατών, ενώ εν όψει της επετείου ξεκίνησε έναν διαγωνισμό σατιρικών απεικονίσεων του Θεού. Η τρομοκρατική επίθεση πυροδότησε ένα κύμα συμπάθειας που εκφράστηκε με το σύνθημα «Je Suis Charlie».

Παράλληλα όμως η επίθεση καλλιέργησε τη διερώτηση για τον χαρακτήρα και τις συνέπειες της σάτιρας αλλά και του προκλητικού, ακατέργαστου χιούμορ απέναντι σε θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μερικά χρόνια πριν, το 2005, σατιρικά σκίτσα του Μωάμεθ είχαν δημοσιευθεί στη δανέζική εφημερίδα «Jyllands – Posten».

Στη δημόσια συζήτηση το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, της σάτιρας και της ελευθεροτυπίας αντιπαρατέθηκε προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και ευαισθησίες ή ακόμη και προς τα θρησκευτικά δικαιώματα. Ωστόσο, πρόκειται για ψευδοδίλημμα.

Αφενός, η σύγκρουση των δικαιωμάτων θα προέκυπτε αν όντως η ελεύθερη έκφραση, ακόμη και η σάτιρα, απειλούσαν τις θρησκευτικές ελευθερίες. Αφετέρου, αν οι ευαισθησίες κάθε κοινότητας ή ομάδας αποτελούν επαρκή λόγο για να περιορίζεται η ελεύθερη έκφραση, ακόμη και η σάτιρα ή μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας, τότε ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε ένα διευρυμένο καθεστώς (αυτο)λογοκρισίας.

Το ζήτημα γίνεται πολύ πιο σύνθετο όταν πρόκειται για περιπτώσεις ρατσιστικού λόγου, λόγου μίσους ή απαξίας. Σήμερα, οι ρατσισμοί συχνά συγκαλύπτονται πίσω από την επιχειρηματολογία περί της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία φαίνεται να απειλείται από «φανατικούς» ή από «εμμονικές μειονότητες» που επιθυμούν να επιβάλλουν τη δική τους άποψη στις πλειοψηφίες.

Στο πλαίσιο του «ρευστού ρατσισμού» (liquid racism) πολλά επιχειρήματα τέτοιου είδους είναι ταυτόχρονα αμφίσημα και συγκεκαλυμμένα, ενώ οι εκφραστές τους επικαλούνται ψευδεπίγραφα την ελευθερία του λόγου. Η εκπαίδευση και η καλλιέργεια των γνώσεων και των ευαισθησιών που επιτρέπουν στους πολίτες σε κράτη δικαίου να διακρίνουν μεταξύ του ελεύθερου και του ρατσιστικού ή μισαλλόδοξου λόγου είναι κομβικής σημασίας.

Το θέμα όμως έχει ευρύτερες διαστάσεις ενώ υπερβαίνει τα όρια της σάτιρας ή της ελευθεροτυπίας. Η σφαγή στο «Charlie Hebdo» εντάσσεται σε μια ατελείωτη σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων που στοίχισαν μέχρι τώρα χιλιάδες ζωές, μέσα και έξω από τον «δυτικό κόσμο». Αυτές οι δολοφονίες δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με τη λογική του «συμψηφισμού» για τις ευθύνες της Δύσης ή ευρύτερα των «ισχυρών» στο παρόν ή στο παρελθόν.

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις είναι πράξεις φονταμενταλιστών και μισαλλόδοξων εξτρεμιστών. Τα ζητήματα της ασφάλειας και της προστασίας των ανθρώπων, με όλες τις ιδιαιτερότητες περιοχών και συνθηκών, αποκτούν εύλογα ιδιαίτερη σημασία.

Ωστόσο, αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν πολλές χώρες σε έκτακτες νομοθεσίες ή μέτρα ελέγχων που προοριζόταν να είναι προσωρινά αλλά σταδιακά παγιώθηκαν. Η οιονεί «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» επέκτεινε τις εξουσίες ελέγχου, ενώ βάθυνε τον φόβο, την πόλωση και την καχυποψία.

Για να διορθωθούν όλα αυτά, απαιτούνται πολύπλευρες ενέργειες και πολιτικές. Η καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας είναι μια πολύ μακρά και επίμονη διαδικασία καλλιέργειας γνώσεων και ενσυναίσθησης. Στην εποχή μας πρέπει μάλλον να ξαναπιάσουμε αυτό το θέμα από την αρχή.

Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.