H ατζέντα του μεγαλύτερου επιστημονικού συνεδρίου ναυτιλιακών οικονομικών ανέδειξε τις σημαντικότερες προκλήσεις του ναυτιλιακού κλάδου σε παγκόσμιο επίπεδο. Το συνέδριο αποτελεί την κορωνίδα των ετήσιων δραστηριοτήτων της Διεθνούς Ενωσης Ναυτιλιακών Οικονομολόγων (International Association of Maritime Economists) (IAME) και διοργανώνεται κάθε χρόνο από κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου. Για την εφετινή χρονιά το συνέδριο διοργανώθηκε το διάστημα 25-28 Ιουνίου στην Αθήνα από το ερευνητικό εργαστήριο στη Διεθνή Ναυτιλία, Χρηματοοικονομική και Διοίκηση και το ομώνυμο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ). Πρόεδρος του συνεδρίου διετέλεσε ο καθηγητής του ΟΠΑ και διευθυντής του παραπάνω ΠΜΣ και του Εργαστηρίου, Εμμανουήλ Γ. Καβουσανός.

Οι κεντρικές ομιλίες και οι εργασίες που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο ανέδειξαν ως κυρίαρχο θέμα για τον ναυτιλιακό κλάδο παγκοσμίως την εφαρμογή της νομοθεσίας του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (International Maritime Organization) IMO 2020, ο οποίος σε μια συντονισμένη προσπάθεια να μειώσει τις εκπομπές ρύπων παγκοσμίως επιβάλλει στα εμπορικά πλοία από την 1η Ιανουαρίου 2020 είτε τη χρήση καυσίμου με περιορισμένη περιεκτικότητα σε θείο (0,5%) είτε την εγκατάσταση μηχανισμού περιορισμού των εκπομπών ρύπων (scrubber). Παρόμοια ζητήματα χρίζουν ολοκληρωμένης τεχνο-οικονομικής ανάλυσης ώστε να αξιολογηθεί η επίπτωση αυτής της νομοθεσίας στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις και αγορές. Σε αυτό το ζήτημα, ο πρόεδρος της Διεθνούς Ενωσης Πλοιοκτητών Πλοίων Μεταφοράς Χύδην Ξηρού φορτίου (Intercargo) κ. Δημήτρης Φαφαλιός, ένας από τους κύριους ομιλητές του συνεδρίου, υπογράμμισε μεταξύ άλλων τη δυσκολία για τον ΙΜΟ ή άλλο ελεγκτικό θεσμό να ελέγξει το είδος του καυσίμου στα εμπορικά πλοία. Κάτι τέτοιο καθίσταται δύσκολο, καθώς η πλειοψηφία των ναυλώσεων των εμπορικών πλοίων ξηρού φορτίου παγκοσμίως είναι χρονο-ναυλώσεις, γεγονός που σημαίνει ότι υπεύθυνος για την προμήθεια των καυσίμων είναι ο εκάστοτε ναυλωτής ενός πλοίου και όχι ο πλοιοκτήτης. Περαιτέρω, η νομοθεσία 2020 του ΙΜΟ έχει άμεσες χρηματοοικονομικές συνέπειες για τη ναυτιλιακή βιομηχανία καθώς επιβαρύνει τον κλάδο με το επιπρόσθετο κόστος του ακριβότερου καυσίμου χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο, το οποίο υπολογίζεται από 100 έως 250 δολάρια ανά τόνο σε σχέση με το καύσιμο που χρησιμοποιείται τώρα. Εναλλακτικά, η επιβάρυνση θα αφορά το κόστος εγκατάστασης των συσκευών scrubbers, το οποίο, αναλόγως του τύπου του πλοίου, μπορεί να κυμανθεί από 1 έως 5 εκατομμύρια δολάρια. Επιπρόσθετα τα νέα καύσιμα εγείρουν το ζήτημα διαθεσιμότητάς τους σε επαρκείς ποσότητες σε διάφορα λιμάνια ανά τον κόσμο από 1ης Ιανουαρίου του 2020 όταν η σχετική νομοθεσία θα τεθεί σε ισχύ, καθώς τα υπάρχοντα διυλιστήρια αδυνατούν, σύμφωνα με εκτιμήσεις, να παρέχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις ποσότητες που χρειάζεται η παγκόσμια ναυτιλία για τη μεταφορά των φορτίων που απαιτούνται να μεταφερθούν στην παγκόσμια οικονομία. Πιθανή μη διαθεσιμότητα του νέου καυσίμου με τις προδιαγραφές που έχουν τεθεί από τον ΙΜΟ και σε επαρκείς ποσότητες ενδέχεται να οδηγήσει ορισμένους πλοιοκτήτες/ναυλωτές σε χρήση μείγματος καυσίμων χωρίς τις απαραίτητες προδιαγραφές. Αυτό με τη σειρά του θα εκτιμάται ότι θα έχει άγνωστες συνέπειες σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των πληρωμάτων και των πλοίων, ενώ τέλος και η ασφάλεια των scrubbers δεν έχει πλήρως πιστοποιηθεί σε περιβάλλον πραγματικών εμπορικών ταξιδιών.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω