Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και τα lockdowns, όσοι αγαπάμε το σινεμά περάσαμε δύο-τρία χρόνια ανησυχώντας για μια πιθανή εξαφάνισή του. Στην Αθήνα (και στην Ελλάδα γενικότερα, απλώς στην πρωτεύουσα το πράγμα ήταν περισσότερο φανερό) έκλειναν κινηματογραφικές αίθουσες για να γίνουν σουπερμάρκετ και έβαζαν λουκέτο ακόμα και multiplex, που κάποτε έσφυζαν από κόσμο. Στις εφημερίδες διαβάζαμε μελαγχολικά αφιερώματα σε μια διασκέδαση που ψυχορραγεί, ενώ όποιος ήταν περισσότερο ψύχραιμος εκτιμούσε πως η τέχνη της αφήγησης ιστοριών με τρόπο κινηματογραφικό δεν θα πεθάνει, απλώς όλα θα μεταφερθούν στις ιντερνετικές πλατφόρμες. Αυτές, βλέποντας πως η οικιακή διασκέδαση αρχίζει να γίνεται τρόπος ζωής, μεγάλωναν αυτού του είδους τις κυοφορούμενες βεβαιότητες επενδύοντας ποσά ολοένα και μεγαλύτερα. Εφθασαν να γίνουν βασικοί παραγωγοί ταινιών, να διεκδικούν βραβεία, να δεσμεύουν με συμβόλαια μεγάλα τους καλύτερους σεναριογράφους και τους κορυφαίους σκηνοθέτες. Και όσο οι δικές τους προτάσεις γίνονταν ολοένα και περισσότερες, τόσο έπεφτε παγκοσμίως ο αριθμός των εισιτηρίων.
Οταν τα τελευταία χρόνια διαβάζαμε για κάποια ταινία πως «ήρθε να σώσει το σινεμά», αυτή ήταν σχεδόν πάντα ένα αμερικανικό blockbuster που βασιζόταν σε ένα ανάλογο προηγούμενο και πουλούσε νοσταλγία – ο Τομ Κρουζ έγινε ένας αληθινός ειδικός σε αυτό, έχοντας υπογράψει κάποια συμφωνία με τον διάβολο για να μείνει αγέραστος. Παρά την ασταμάτητη εμφάνιση ταινιών που θα το έσωζαν το σινεμά, για χρόνια στην Ελλάδα οι αίθουσες άδειαζαν: ήταν ζήτημα να κόβονταν 100.000 εισιτήρια την εβδομάδα – αριθμός πενιχρός. Και εκεί που είχαμε αρχίσει το μοιρολόι, συνέβη κάτι που λίγοι περίμεναν: δύο ταινίες, το μπαρόκ «Οπενχάιμερ», δηλαδή η βιογραφία του δημιουργού της ατομικής βόμβας, και η «Barbie», που ήταν, όπως δηλώνει ο τίτλος της, μια ιστορία με κούκλες για κούκλες, εκτόξευσαν τα εισιτήρια – και παγκοσμίως και στην Ελλάδα.
Μολονότι οι προβολές τους άρχισαν καλοκαιριάτικα, οι δύο ταινίες (που ακριβώς επειδή βγήκαν στις αίθουσες μαζί, απέκτησαν και τον τίτλο «Barbenheimer», σαν να είναι μία) έκοψαν πάνω από 1 εκατομμύριο εισιτήρια μαζί – αριθμό τεράστιο, αν σκεφτεί κανείς πως πρωτοσυνάντησαν το κοινό τους κάτι νύχτες με φεγγάρι μες στα θερινά τα σινεμά. Για εβδομάδες, χάρη σε αυτές τις δύο, στα σινεμά μας κόβονταν πάνω από 200.000 εισιτήρια, γεγονός που την καλοκαιρινή σεζόν δεν συνέβαινε ούτε και στους καιρούς που η κρίση στο σινεμά δεν μας περνούσε από το μυαλό ούτε ως πιθανότητα. Και μετά, όταν οι μέρες πέρασαν και τις ταινίες αυτές τις είδαν όσοι ήθελαν να τις δουν, επιστρέψαμε στις εβδομάδες που τα 70.000 εισιτήρια ήταν ένας καλός απολογισμός. Με τη διαφορά ότι κανείς δεν κλαίει για τα σινεμά και κανείς δεν φοβάται πως θα τα κλείσουν οι «πλατφόρμες»: έγινε κατανοητό πως αν εισιτήρια δεν κόβονται, φταίνε απλώς οι ίδιες οι ταινίες, που πολύ συχνά είναι τελείως αδιάφορες.
Το σινεμά δεν θα έχει κανένα πρόβλημα αν στις αίθουσες βγαίνουν ταινίες που μπορούν να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου και θα έχει τεράστια προβλήματα αν στις αίθουσες βγαίνουν ταινίες που δεν ενδιαφέρονται για το μεγάλο κοινό: αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με την πανδημία και τις πλατφόρμες – είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει εδώ και τριάντα χρόνια, και όχι μόνο τα τελευταία τέσσερα. Αν κάτι διαφορετικό συμβαίνει τώρα είναι ότι το πράγμα έχει γίνει περισσότερο φανερό – κυρίως γιατί οι ταινίες που προκαλούν ενδιαφέρον είναι και λιγότερες. Ειδικά μετά την πανδημία, που ανέβασε τα standards των απαιτήσεων των θεατών. Αν κάτι έχει χαθεί είναι το είδος των κινηματογραφόφιλων καταναλωτών που έτρεχαν στις αίθουσες χωρίς κριτήριο.
Υπάρχουν δύο «φυλές» που όντως οδηγούνται προς εξαφάνιση: αυτή των πιτσιρικάδων, οι οποίοι γέμιζαν τα multiplex βλέποντας με ένα γιγάντιο κουτί ποπ κορν στο χέρι ό,τι να ‘ναι, και αυτή των σινεφίλ που γέμιζαν τις art αίθουσες πιστεύοντας πως κάθε εβδομάδα τούς περιμένει ένα αριστούργημα. Αυτά τα δύο άκρα χάνονται όντως. Αλλά όλοι οι άλλοι θεατές, αυτοί που διαλέγουν ελπίζοντας πως θα δουν κάτι ενδιαφέρον, υπάρχουν πάντα. Το φαινόμενο «Barbenheimer» απέδειξε ότι αυξάνονται κιόλας. Και οι Νύχτες Πρεμιέρας που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν την υποψία μου: στις αίθουσες που προβλήθηκαν οι πάντα καλά επιλεγμένες ταινίες του κινηματογραφικού φεστιβάλ της Αθήνας, τα sold out ήταν συνεχόμενα. Το κοινό που ψάχνει και επιλέγει δεν λείπει.
Ηταν καλές ταινίες η «Barbie» και ο «Οπενχάιμερ» που έσπασαν ταμεία; Τον «Οπενχάιμερ» του Νόλαν τον βρήκα υπέροχο: είναι η ταινία-σταθμός που μόνο στα σινεμά μπορείς πραγματικά να απολαύσεις. Η «Barbie» δεν μου είπε τίποτα, ωστόσο παραδέχομαι ότι στην αίθουσα που την παρακολούθησα είχα μια σπάνια εμπειρία: είδα γυναίκες κάθε ηλικίας να γελούν και να δακρύζουν, να χαίρονται και να συγκινούνται. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως η ταινία λειτούργησε στο κοινό που απευθυνόταν: η στόχευση απέδωσε και το συγκεκριμένο κοινό είναι τεράστιο. Το να ικανοποιεί μια ταινία το κοινό της ήταν πάντα στην ιστορία του σινεμά ένα από τα βασικά προαπαιτούμενα της ύπαρξής του.
Πριν από 2 εβδοµάδες κόπηκαν ελάχιστα εισιτήρια: τα λιγότερα εδώ και µήνες. Δεν μας φταίνε όμως ούτε οι «πλατφόρμες», ούτε τα lockdowns που είναι πλέον ανάμνηση μακρινή: φταίει ότι οι ταινίες που παίζονταν στις αίθουσες δεν έλεγαν τίποτα στο μεγάλο κοινό. Δεν λέω ότι απαραίτητα ήταν κακές: λέω ότι δύσκολα θα τις διάλεγαν όσοι είδαν τον «Οπενχάιμερ» και την «Barbie» για τελείως διαφορετικούς λόγους. Καμία δεν υποσχόταν ότι έχει μια επική μεγαλοπρέπεια που θα σε κάνει να της χαρίσεις τρεις ώρες από το σαββατόβραδό σου με μεγάλη χαρά. Και καμία δεν είχε ένα θέμα που θα προκαλούσε μια μικρή σεισμική δόνηση στον εσωτερικό σου κόσμο: με απλά λόγια, δεν ήταν ταινίες για πολλούς αλλά για λίγους. Και λίγοι τις είδαν.
Το σινεμά δεν κινδυνεύει από τίποτα πέρα από την πλήξη, την αδιαφορία και τη δυσφορία που μπορεί να προκαλούν οι ταινίες οι οποίες προβάλλονται. Υπάρχει πια ένα κοινό που έχει απαιτήσεις, που δεν ενδιαφέρεται για την ποιότητα του ποπ κορν και που δεν είναι εύκολο να το πείσεις ότι κάτι είναι αριστούργημα μόνο γιατί προέρχεται από το Ιράν. Είναι ένα κοινό που έχει δει πολλά και ξέρει πως εικόνες που δεν γοητεύουν και δεν προκαλούν και αισθήματα δεν λένε τίποτα…