Εάν κάτι δεν έχει χαλάσει, μην προσπαθείς να το φτιάξεις, λέει ένα λαϊκό αμερικανικό γνωμικό. Αυτοκρατορίες ακμάζουν και παρακμάζουν. Διεθνείς τάξεις ή συστήματα ισορροπιών ισχύος συντίθενται και αποσυντίθενται. Αυτό είναι ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο στην παγκόσμια ιστορία. Για πρώτη φορά, όμως, στην ιστορία μια ηγέτιδα δύναμη, χωρίς να έχει ηττηθεί, αποδομεί ένα σύστημα που η ίδια οικοδόμησε και στο οποίο στήριξε την ηγεμονία της και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της για εβδομήντα χρόνια.
Εγκαταλείποντας τα ερείσματά της και τους συμμάχους της, η Αμερική απομειώνει την αξιοπιστία της και την ισχύ της και ανατρέπει το πλανητικό και το ευρωπαϊκό status quo προς όφελος των αναθεωρητικών της αντίπαλων δυνάμεων, της Ρωσίας και της Κίνας. Η σημερινή Αμερική, αποδομώντας το μεταπολεμικό σύστημα, μας γυρίζει σε μια realpolitik σφαιρών επιρροής και ωμής ισχύος ως μέσου διευθέτησης των διεθνών διαφορών και ζητημάτων.
Τρεις κυρίως λόγοι προβάλλονται για την ερμηνεία της ανατρεπτικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ.
Πρώτον, η επιμονή της να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις με τη Ρωσία ως μια ανάστροφη προσπάθεια του ανοίγματος Νίξον στην Κίνα τη δεκαετία του ’70 για την απομόνωση της τότε Σοβιετικής Ενωσης. Το άνοιγμα Νίξον στην Κίνα όμως, η «εβδομάδα που άλλαξε τον κόσμο», είχε επί της ουσίας πενιχρά αποτελέσματα.
Δεύτερον, η απαγκίστρωση της Ρωσίας από την Κίνα επιχειρείται με όρους πλήρους κατευνασμού του Πούτιν και ικανοποίησης των αναθεωρητικών του στόχων. Η εγκατάλειψη της Ουκρανίας, η αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ και η σταδιακή αποσύνδεση (decoupling) Ευρώπης και Αμερικής με την απομόνωση της Αμερικής στο ημισφαίριό της συνιστούν ανατροπή του μεταψυχροπολεμικού status quo.
Είναι λευκή επιταγή στη Ρωσία για την ανασύσταση των σφαιρών επιρροής της. Ιδιαίτερα όταν η Αμερική μιλάει με την ίδια γλώσσα διεκδικώντας τον Καναδά, τον Κόλπο του Μεξικού, τη διώρυγα του Παναμά και τη Γροιλανδία. Επιπλέον, η πολιτική αυτή δίνει τη νομιμοποιητική βάση στην Κίνα να αυξήσει την επιθετικότητά της στην Ταϊβάν και στον Ειρηνικό. Η πολιτική αυτή, αντί να προσεγγίζει τη Ρωσία και να απομονώνει την Κίνα, αποχαλινώνει και τις δύο ενάντια στη Δύση.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η ιδεολογική υπερβολή των φιλελεύθερων Δημοκρατικών αλλά και των νεοσυντηρητικών Ρεπουμπλικανών οδήγησε την Αμερική σε στρατηγική υπερέκταση. Θα αρκούσε, όμως, μια πολιτική αυτοσυγκράτησης (restraint) ή μερικής αναδίπλωσης, που ούτως ή άλλως είχε αρχίσει από την προεδρία Ομπάμα, για τη διατήρηση των κεκτημένων.
Το τρίτο επιχείρημα είναι οικονομικό. Η κυβέρνηση Τραμπ αρνείται να χρηματοδοτήσει το μεταπολεμικό οικοδόμημα. Αρνείται να χρηματοδοτήσει την ηγεμονία της. Ζητάει ανταλλάγματα για τις πλανητικές της δεσμεύσεις με νεοαποικιοκρατικές απαιτήσεις. Και καταφεύγει στους δασμούς για να βελτιώσει το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών.
Ο προστατευτισμός, όμως, σε μια οικονομία που βασίστηκε και στηρίχθηκε στην παγκοσμιοποίηση που η ίδια δημιούργησε ισοδυναμεί με αυτοχειρία. Γι᾽ αυτό έχουμε συνεχή πισωγυρίσματα, νευρικότητα των αγορών, πτώση των χρηματιστηρίων και απαρχή της αύξησης του πληθωρισμού.
Η πολιτική Τραμπ γίνεται, ουσιαστικά, με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό της Αμερικής. Λογοδοτεί στον τρόπο με τον οποίο βλέπει τον κόσμο η ενδοχώρα της Αμερικής, που αποτελεί τον συμπαγή πυρήνα του κινήματος MAGA. Εναν απομονωτικό επαρχιωτισμό με μια απλουστευτική θεώρηση του κόσμου και μια Αμερική που ασκεί διεθνή πολιτική με εκβιαστική και συναλλακτική διπλωματία. Σε αυτούς απευθύνεται, αυτούς εκφράζει. Ολα στον βωμό ενός τζακσονικού ποπουλισμού και ενός παραδοσιακού απομονωτισμού.
Είναι η επιστροφή στις παραινέσεις του Washington και του Jefferson, για τη μη ανάμειξη στις υποθέσεις της γηραιάς ηπείρου. Με στοιχεία προπολεμικού απομονωτισμού της επιτροπής «Πρώτα η Αμερική» του Charles Lindbergh. Μόνο που αυτά ήταν κελεύσματα μιας άλλης εποχής, όταν η Αμερική ήταν περιφερειακή και όχι πλανητική υπερδύναμη.
Η Αμερική ενεπλάκη σε δυο παγκοσμίους πολέμους και τον Ψυχρό Πόλεμο για να επικρατήσει γεωπολιτικά στην Ευρασία έναντι των αναθεωρητικών χερσαίων δυνάμεων. Και να οικοδομήσει μια θεσμική φιλελεύθερη τάξη, που παρά τις υπερβολές, τις εκτροπές και τις αστοχίες, απέφερε εβδομήντα χρόνια σχετικής ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας. Η κυβέρνηση Τραμπ σαλπίζει το τέλος αυτής της εποχής και με την πολιτική της δημιουργεί ένα συστημικό κενό, που θα αποβεί ενάντια στα συμφέροντά της και στα συμφέροντα της Δύσης συνολικά.
Ο κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», πρώην υπουργός.