Την Κυριακή βγήκαν στους δρόμους οι Παναθηναϊκοί. Κατέκτησαν την Ευρωλίγκα μετά από δεκατρία χρόνια. Και την Τετάρτη ο θρίαμβος του Ολυμπιακού γέννησε ένα ωστικό κύμα χαράς. Μίλησα με ερυθρόλευκους φίλους μου, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω το συναίσθημα. Μου έλεγαν ότι δεν είναι εύκολο να το περιγράψουν. Ακουσα για έκσταση, για ευτυχία, για κάτι που δεν υπάρχει λέξη να το χωρέσει. Αν υπήρχε δείκτης εθνικής συναισθηματικής ευφορίας, την εβδομάδα που πέρασε έφτασε στα κόκκινα. Υπάρχει, βέβαια, ένας, αμφιβόλου εγκυρότητος, δείκτης Ευτυχίας που καταρτίζει κάθε χρόνο η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία. Εκεί στεκόμαστε τρίτοι από το τέλος. Αν αυτός ο δείκτης λέει αλήθεια, τότε είμαστε, ως λαός, δυστυχισμένοι.
Αυτό δεν δείχνουν, στην πραγματικότητα, οι δημοσκοπήσεις; Ανασφάλεια και απαισιοδοξία για το μέλλον. Αλλά και σε μικρότερη κλίμακα, σε προσωπικό επίπεδο, το ίδιο μαρτυρούν τα λύματα από την Ψυττάλεια και η κίνηση στις φαρμακαποθήκες: η κατανάλωση ψυχοφαρμάκων αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο. Από τη μία λες ευτυχώς που υπάρχουν και αυτά, από την άλλη αντιλαμβάνεσαι ότι είναι το κάλυμμα που σκεπάζει το πρόβλημα. Και έτσι φτάνεις στο ερώτημα που καταπίνεις εδώ και καιρό. Μπορούμε, στα αλήθεια, να είμαστε ευτυχισμένοι ως χώρα;
Συνηθίζουμε, με παρηγορητική διάθεση, να επικαλούμαστε τον καλό μας καιρό, το ελληνικό φως, το γαλάζιο του ουρανού και το μπλε της θάλασσας που βάζουν χαρούμενα χρώματα στον ψυχικό μας διάκοσμο. Ομως, εδώ που τα λέμε, αυτό πουλούσε πριν από πολλά χρόνια, τώρα δεν φτάνει για εθνικό παραμύθι. Το κρασί ξίνισε, η θάλασσα έχει σκουπίδια και το αγόρι μας είναι μεσήλικας με τριγλυκερίδια. Ακόμα και το ελληνικό καλοκαίρι, αυτό που μάθαμε να προσμένουμε στο κύλισμα του χρόνου, δεν υπάρχει πια. Είναι καυτό, βρωμάει στάχτη και ιδρώτα, η άμμος σου καίει τα πόδια και οι τιμές την τσέπη. Οι πόλεις μας; Ελάτε τώρα! Πηγαίνεις ένα Σαββατοκύριακο στην Ευρώπη και γυρίζεις πίσω δύσθυμος και φορτωμένος με ζήλια. Και αναρωτιέσαι γιατί αυτοί έχουν φιλικές πόλεις και εμείς δάση από στραβοχυμένο μπετόν.
Είναι βέβαια οι άνθρωποι αυτοί που φτιάχνουν τις πόλεις. Ομως από ένα σημείο και μετά, είναι οι πόλεις που φτιάχνουν τους ανθρώπους. Ισως έτσι να εξηγείται η νεύρωση που διατρέχει, σαν ηλεκτρικό ρεύμα, την κοινωνική μας ζωή. Με οξυθυμία και μια γενιά που μεγαλώνει με βία στο παρόν και σκοτεινή ματιά για το μέλλον. Καλώς στεκόμαστε στην ενδοοικογενειακή κακοποίηση και στις μικρές ζούγκλες που φυτρώνουν στα προαύλια των σχολείων. Ετσι όμως παραβλέπουμε την τοξικότητα στην καθημερινή συμπεριφορά, στον δημόσιο λόγο, σε όλα όσα γράφουμε στην κοινωνική δικτύωση με σχόλια που ζέχνουν από θυμό και μίσος. Και κυρίως παραβλέπουμε την αδιαφορία για το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον και τη συλλογική αισθητική. Θα χτίσεις την παράγκα στην παραλία, θα τη νοικιάσεις στους τουρίστες, θα μαζέψεις το μαύρο χρήμα και θα στείλεις το παιδί στο εξωτερικό, λέγοντας ότι έτσι θα γλιτώσει από τον γιδότοπο.
Αυτή είναι, λοιπόν, η καθημερινότητά μας, η κοινή μας ζωή. Δεν είναι μόνο η τιμή της φέτας. Και ενώ τα ξέρουμε, δεν τα μοιραζόμαστε πάνω στο τραπέζι της συζήτησης. Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και δεν ακούς ούτε λέξη για όλα αυτά. Πετιέται ένα επίδομα από τη μια, καμιά υπόσχεση από την άλλη, ακολουθεί λουτρό μπουρδολογίας και όλα αυτά συσκευάζονται με καλογυρισμένα βίντεο στο TikTok. Η μέρα πάντα κλείνει με μία υμνωδία προς τον υπέροχο, πανέξυπνο, όμορφο λαό που δεν φταίει ποτέ και σε τίποτα. Εγκαλούμε τους πολιτικούς για αναξιοπιστία και πλάνη, ενώ ταυτόχρονα κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας.
Που λέτε, θα ήθελα να ακούσω έναν πολιτικό, από τους σοβαρούς, να μιλάει για την ευτυχία. Να σχηματίζει ένα όραμα που δεν φτιάχτηκε με αριθμούς και δεν θρέφεται με επιδόματα. Να βγει κάποιος και να μιλήσει ευθέως, εν ανάγκη και απαξιωτικά, στο ακροατήριό του για την έννοια της ατομικής ευθύνης που θάφτηκε κάτω από τόνους λαϊκισμού με τη μορφή εθνικού αφηγήματος. Ναι, το ξέρω ότι δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο. Αλλωστε και οι πολιτικοί κομμάτι μας είναι. Αυτοί είναι αντιπροσωπευτικοί της εικόνας μας. Το μπάσκετ του Παναθηναϊκού και το ποδόσφαιρο του Ολυμπιακού είναι αυτά που νομίζουμε ότι είμαστε.