Καλούμαστε συχνά να σχολιάσουμε μια εικόνα της πραγματικότητας, που ωστόσο είναι στρεβλή. Στατιστικά θα δούμε ότι η βία έχει αυξηθεί περιορισμένα συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο υπερπροβάλλεται το αντίθετο. Το πλαίσιο φόβου που δημιουργεί αυτή η εικόνα είναι αποτέλεσμα μίας άτυπης συνεργασίας Μέσων, ημιμάθειας, τρόπου ζωής και φυσικά των social media.

Ζούμε σε κοινωνίες όπου η βία δεν γίνεται ανεκτή σε καμία της διάσταση, κάτι το οποίο δεν ίσχυε στο παρελθόν. Η αλλαγή έρχεται στην προβολή της ίδιας της βίας και στο γεγονός πως πλέον δεν την αποδεχόμαστε και την κατακρίνουμε. Σήμερα οι νέοι δεν έχουν την αίσθηση της τιμωρίας, θεωρούν πως δεν θα υπάρξουν συνέπειες για τις πράξεις τους, ενώ η καταγραφή και η προώθηση υλικού στα social media, περιστατικών βίας ή επιθέσεων λειτουργούν για τους θύτες ως ένα είδος τροπαίου. Θεωρώ ότι οι τιμωρητικές πολιτικές είναι εσφαλμένες, με παροδικά αποτελέσματα, ενώ χρειαζόμαστε μία ολιστική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της βίας των ανηλίκων, να καταλάβουν τα ίδια τα παιδιά γιατί η βία είναι πάντοτε λάθος αντίδραση.

Παρατηρούμε μια σταδιακή έλλειψη κοινωνικής ευθύνης του ατόμου, κάτι το οποίο έχει συνέπειες και στη συνοχή μας ως κοινωνίες. Το «δεν με αφορά» είναι ό,τι χειρότερο μπορούμε να διδάξουμε στα παιδιά μας, τα οποία μαθαίνουν πως μόνο οι γονείς μας μπορούν να μας επιπλήξουν, όταν κάνουμε κάτι λάθος. Κι όταν οι γονείς δεν είναι εκεί; Δεν θα βρίσκονται πάντα δίπλα να τραβούν το αφτί (κι αν θελήσουν να το πράξουν).

Ακόμα κι αν μας αφορά, πολλές φορές φοβόμαστε να μιλήσουμε. Δεν μπορεί να μη μας αφορά ο βανδαλισμός ενός δημοσίου κτιρίου, δεν μπορεί να μη μας αφορά το ότι μικρά παιδιά δέρνονται στον δρόμο. Για τον ρόλο του σχολείου αναρωτιέμαι, ποιο είναι το νόημα το ίδιο να νουθετεί και να καθοδηγεί τα παιδιά όταν η κοινωνία δεν συντηρεί, δεν επιθυμεί ή δεν ενισχύει αυτή του την προσπάθεια. Σήμερα εναποθέτουμε πολλές ευθύνες στο σχολείο όταν εμείς οι ίδιοι δεν στηρίζουμε τους εκπαιδευτικούς και τους στήνουμε στον τοίχο.

Ξεχνώντας ότι χρειάζονται και εκείνοι το πλαίσιο μέσα στο οποίο δεν θα μείνουν αποκλειστικά στη μετάδοση στείρας γνώσης αλλά θα υποστηρίξουν το παιδί. Τέλος, ας σκεφτούμε ότι έχουμε περάσει ως κοινωνία στους γονείς το μήνυμα πως ο ρόλος του σχολείου είναι υλιστικός, θα σου μάθει αυτό που χρειάζεσαι για την αγορά εργασίας και θα πάρεις έναν τυπικό βαθμό.

Μία πρόταση: να υιοθετήσουμε στα σχολεία μας τις ομαδικές δραστηριότητες κοινωνικής προσφοράς εντός και εκτός τάξης, να ενισχύσουμε τη συμμετοχή των μαθητών σε κοινωνικές δράσεις, να ασκήσουμε τους μαθητές στην έκφραση όλων των συναισθημάτων τους με τρόπους κοινωνικά αποδεκτούς και συγκεκριμένα του θυμού τους με τρόπους που δεν περιλαμβάνουν βία. Να διδάξουμε στους νέους ότι πρέπει να σέβονται τον συνάνθρωπό τους, απλά και μόνο επειδή είναι άνθρωπος.

Η Αντιγόνη-Αλμπα Παπακωνσταντίνου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.