Στη χώρα μας, κυρίως λόγω της παντοδυναμίας της πρωθυπουργικής και κυβερνητικής εξουσίας και της έντονης χωροκατακτητικής διάθεσής της, ο ρόλος της Βουλής υποβαθμίζεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, ενώ κανονικά θα έπρεπε αυτή να αποτελεί ένα ισχυρό αντίβαρο εξουσίας. Ειδικότερα:

Εν πρώτοις, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, η νομοθετική πρωτοβουλία προέρχεται από την κυβέρνηση και οι κυβερνητικοί βουλευτές ακολουθούν τα κελεύσματα της κομματικής πειθαρχίας, η Βουλή καταλήγει συνήθως να επικυρώνει απλώς τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Οταν δε τύχει κάποιοι βουλευτές της συμπολίτευσης να υποβάλουν ερώτηση προς υπουργό, αυτό θεωρείται πλέον αξιοπερίεργο και μπορεί να επισύρει ακόμη και τη μήνη του πρωθυπουργικού επιτελείου, ενώ πρόκειται για μία υγιή, καταρχήν, διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου.

Εξάλλου, παρατηρείται μία γενικότερη έκπτωση στον ελεγκτικό ρόλο της Βουλής. Ας πάρουμε εδώ το παράδειγμα των εξεταστικών επιτροπών: Αυτές συνιστούν ένα σημαντικό μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου, σε υποθέσεις δε μείζονος ενδιαφέροντος μπορούν να συμβάλουν στην αναζήτηση της αλήθειας και τυχόν κυβερνητικών ευθυνών.

Στην πράξη, ωστόσο, ο έλεγχος των ιδίων των επιτροπών από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία – η οποία και διαθέτει σε αυτές την πλειοψηφία – δυσχεραίνει την εκπλήρωση της αποστολής τους. Η πρόσφατη εμπειρία από τις εξεταστικές επιτροπές για τις υποκλοπές και το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών είναι διδακτική.

Επιπλέον, δυστυχώς συνεχίζεται η πρακτική των άσχετων και εκπρόθεσμων τροπολογιών, παρά τις προσπάθειες βελτίωσης που έχουν καταβληθεί τελευταία σε επίπεδο καλής νομοθέτησης. Η κυβερνητική πλειοψηφία – όπως και οι προηγούμενες – εξακολουθεί να εισάγει στη Βουλή προς ψήφιση τροπολογίες με πολλά άρθρα άσχετα μεταξύ τους, οι οποίες όμως ψηφίζονται στο σύνολό τους. Παραβιάζονται, έτσι, το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής.

Τι δέον γενέσθαι όμως πλέον, εν όψει της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, προς ενίσχυση του ρόλου της Βουλής και ιδίως της ανεξαρτησίας της;

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να συζητηθεί σοβαρά η πρόταση περί εισαγωγής μιας μορφής ασυμβίβαστου μεταξύ των ιδιοτήτων του βουλευτή και του υπουργού (ενδεικτ. Μ. Σταθόπουλος, «Τα Νέα» 21-22/9/24).

Η δυνατότητα σύμπτωσης των δύο ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο αφενός μεν είναι προβληματική από τη σκοπιά της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αφετέρου δε εξασφαλίζει την υποταγή αρκετών κυβερνητικών βουλευτών στις πρωθυπουργικές βουλές, καθώς σε εκείνους προσφέρεται το διαρκές δέλεαρ μιας πιθανής υπουργοποίησης.

Επειτα, θα πρέπει να ενισχυθούν ουσιαστικά τα δικαιώματα των κοινοβουλευτικών μειοψηφιών. Εν προκειμένω, θα μπορούσε να προβλεφθεί στο Σύνταγμα ότι οι μισοί τουλάχιστον πρόεδροι των διαρκών κοινοβουλευτικών επιτροπών πρέπει να προέρχονται από την αντιπολίτευση (σχετ. «Καινοτόμο Σύνταγμα» Ν. Αλιβιζάτου, Γ. Γεραπετρίτη, Π. Βουρλούμη, Γ. Κτιστάκι, Σ. Μάνου & Φ. Σπυρόπουλου, 2016, άρθ. 59).

Ως προς τις τροπολογίες, τέλος, τουλάχιστον οι καταφανώς άσχετες θα πρέπει να ελέγχονται δικαστικά, δηλαδή να κρίνονται αντισυνταγματικές. Εδώ θα μπορούσε να εξετασθεί το ενδεχόμενο εισαγωγής σχετικής ρητής πρόβλεψης στο Σύνταγμα (βλ. άρθ. 93 § 4 & 100 § 1 περ. ε’), η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις θα επεκτείνει τον δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας ενός νόμου και στη διαδικασία ψήφισής του (internacorporis).

Ο Γούντροου Γουίλσον έλεγε ότι «η ιστορία της ελευθερίας είναι μία ιστορία περιορισμού της κυβερνητικής εξουσίας». Εν όψει της σημερινής κατάστασης παντοδυναμίας της πρωθυπουργικής και κυβερνητικής εξουσίας στη χώρα μας, είναι προδήλως αναγκαία η ενίσχυση του ρόλου της Βουλής, που αποτελεί βασικό πυλώνα μιας φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.