Εδώ και πολύ καιρό η πολιτική συζήτηση στη χώρα εξελίσσεται σε διάσταση προς μια σειρά δεδομένων της πραγματικότητας ή για να το πω διαφορετικά εξελίσσεται αγνοώντας την πραγματικότητα. Ποια είναι η συζήτηση ανάμεσα σε εκείνους που είτε στηρίζουν τα κόμματα της Κεντροαριστεράς είτε συμμετέχουν σε αυτά είτε παρακολουθούν τις εξελίξεις στον χώρο; Είναι ουσιαστικά η αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο ιδέες.
Η μία ιδέα είναι ότι με τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί η διάταξη δυνάμεων στον προοδευτικό χώρο, κανένα κόμμα από μόνο του, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε το ΠαΣοΚ, δεν δείχνει να μπορεί να αναπτύξει μια τέτοια δυναμική ώστε να μπορέσει στις επόμενες τουλάχιστον κάλπες να αναμετρηθεί με τη Νέα Δημοκρατία μόνο του το καθένα. Ο αντίλογος που διατυπώνεται στην ιδέα της συμπόρευσης των κομμάτων είναι ότι οι διαφορές που τα χωρίζουν, ιδεολογικές, ακόμη και πολιτισμικές, είναι τόσο μεγάλες – ακόμη μεγαλύτερες αν στην εξίσωση προστεθεί και η Νέα Αριστερά – που οι όροι και οι προϋποθέσεις που θα μπουν εκατέρωθεν θα είναι τέτοιες που θα καθιστούν στην πράξη τη συνύπαρξη αυτή αδύνατη.
Ως εδώ λοιπόν οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ συζητούν μεταξύ τους τι περιθώρια τους αφήνει η πολιτική τους συνείδηση να βάλουν νερό στο κρασί τους προκειμένου να προσεγγίσουν άλλα κόμματα ώστε στο τέλος να επιχειρήσουν να κερδίσουν τη Νέα Δημοκρατία. Ομως παρά τις συζητήσεις που εξελίσσονται φανερά αλλά και παρασκηνιακά, όλοι ξορκίζουν το ενδεχόμενο της «συγχώνευσης» και της διαμόρφωσης ενός νέου ενιαίου κόμματος.
Κάπου εδώ έρχεται να παρέμβει ενοχλητικά στη συζήτηση, η πραγματικότητα. Διότι το ισχύον εκλογικό σύστημα δεν επιτρέπει σε συνασπισμούς κομμάτων να πάρουν το μπόνους των εδρών (εδώ ίσως μπαίνει ένα ζήτημα ισότητας της ψήφου).
Πρακτικά δηλαδή ακόμη κι αν όλη αυτή η υπαρξιακή συζήτηση στο εσωτερικό των κομμάτων τελεσφορήσει και αποφασίσουν να συμπορευτούν, ακόμη κι αν αυτός ο «συνασπισμός» αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων κατάφερνε να βγει πρώτος σε δύναμη στις επόμενες εκλογές, το μπόνους θα πήγαινε στο δεύτερο κόμμα, που στη συγκεκριμένη άσκηση θα ήταν η Νέα Δημοκρατία. Αρα προς τι η συζήτηση με αυτούς τους όρους στον ευρύτερο χώρο; Οσο δε εδώ και καιρό βρίσκεται σε «κινητικότητα» η Κεντροαριστερά, αυτό προφανώς δεν αποκλείει την ανάπτυξη δυναμικών και εξελίξεων και σε άλλα τμήματα του πολιτικού φάσματος.
Με άλλα λόγια όσο ΠαΣοΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά το σκέπτονται και συσκέπτονται για το πώς θα αποτελέσουν το μέσο πολιτικής έκφρασης της κοινωνικής δυσφορίας, κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να αρχίσουν να σκέπτονται και να συσκέπτονται και στα δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, κόμματα όπως η Ελληνική Λύση και η Φωνή της Λογικής.