Τον Σεπτέμβρη είναι όλα διαφορετικά. Οι ρυθμοί αλλάζουν και οι αναζητήσεις επίσης. Και οι συναντήσεις και οι συζητήσεις γίνονται πιο διεισδυτικές, ξεφεύγουν από του Αυγούστου τη χαρά και σχόλη. Είναι έτσι κι αλλιώς ο πρώτος φθινοπωρινός μήνας προπαρασκευαστικός, σχεδόν προγραμματικός, ορίζεται από την ολική επαναφορά στα πραγματικά και αγωνιώδη, απαιτεί επανατοποθετήσεις και επαναξιολογήσεις.
Και τα γεγονότα ακόμη και οι συγκρούσεις λαμβάνουν άλλες διαστάσεις, μας αγγίζουν περισσότερο, δεν περνούν απαρατήρητα όπως μπορεί να συμβαίνει στις ζεστές μέρες και νύχτες του καλοκαιριού. Τα αγαθά εξάλλου φθίνουν, η ευφορία των καρπών της γης περνάει και η ανάγκη νέας παραγωγής και νέας δημιουργίας προβάλλει ξανά απαιτητική μπροστά μας. Και αυτό γιατί απλούστατα επανερχόμαστε, είμαστε και πάλι αντιμέτωποι με τον πυρήνα των προβλημάτων της ζωής και της ύπαρξής μας. Είναι και η τρέχουσα απολύτως απογοητευτική πολιτική σκηνή που οδηγεί το πνεύμα…
Ετυχε έτσι τις προηγούμενες μέρες να βρεθούμε σε ένα περιβάλλον αναζητήσεων και αναστοχασμών για τον κόσμο και το μέλλον του, για τις μεγάλες προκλήσεις και τις πολλές ανησυχίες, για όσα μας καταδιώκουν, μας λυπούν και μας συγκλονίζουν.
Στη συζήτηση συμμετείχε και ένας μειλίχιος, σιωπηλός μέχρι εκείνη την ώρα, πλην εμφανώς δύσπιστος συνομιλητής. «Θα σας απογοητεύσω, αλλά πεποίθησή μου είναι ότι όσα λέτε δεν αποτελούν λύση» είπε χαρακτηριστικά.
Για τους πολέμους που εξελίσσονται, για τις βαρβαρότητες που τους συνοδεύουν, μα και για τις δυναμικές που οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι διεκδικήσεις της αναπτυσσόμενης Ασίας, της παραδοσιακά εκρηκτικής Μέσης Ανατολής και των άλλοτε πάμπτωχων των χωρών του νότιου ημισφαιρίου φανερώνουν, αλλά και τις κοινωνικές μετατοπίσεις που ο νέος πλούτος των εθνών προκαλεί στην Ευρώπη και γενικότερα στη Δύση, για αυτό το πρωτοφανές κύμα διεύρυνσης των ανισοτήτων που η υπερανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και των γιγαντιαίων, πολυδιάστατων πια, πολυεθνικών ομίλων αφάνταστα ευνοεί, προκαλώντας τις κοινωνίες, σοκάροντας και απειλώντας τις άλλοτε δημοκρατικές πλειοψηφίες, καθώς φέρνει στο προσκήνιο λαϊκιστικές, εθνικιστικές, ακροδεξιές, συνωμοσιολογικές κατά βάση, περιθωριακές μέχρι πρότινος δυνάμεις.
Η ιδέα και μόνο ότι η περιουσία του εκκεντρικού και απολύτως επιδραστικού παγκοσμίως Ιλον Μασκ αναμένεται να ξεπεράσει προσεχώς το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια αρκεί για να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές.
Ορισμένοι της παρέας επέμεναν στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού μιας νέας ισορροπίας, ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, μιας νέας σχέσης που θα αποδίδει τα δέοντα στην εργασία και δεν θα αποθεώνει το κεφάλαιο και τους λοιπούς παραγωγικούς συντελεστές, ιδιαιτέρως τα νέα τεχνολογικά μέσα και εργαλεία. Η επαναφορά του μεταπολεμικού σοσιαλδημοκρατικού προτύπου φάνταζε για αυτούς επιβεβλημένη και ικανή να δώσει τις απαντήσεις που χρειάζεται ο σύγχρονος ραγδαία μεταβαλλόμενος κόσμος.
Στη συζήτηση συμμετείχε και ένας μειλίχιος, σιωπηλός μέχρι εκείνη την ώρα, πλην εμφανώς δύσπιστος συνομιλητής. «Θα σας απογοητεύσω, αλλά πεποίθησή μου είναι ότι όσα λέτε δεν αποτελούν λύση» είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας με εδραία πεποίθηση ότι «ο σημερινός βάρβαρος κόσμος δεν μπορεί να υπάρξει, φιλοσοφικά, αξιωματικά, χωρίς το αντίθετό του». Για να εξηγήσει στη συνέχεια πως «όσο δεν στέκεται απέναντί του το αντίθετό του, τόσο θα εκτρέπεται γεννώντας τέρατα». «Μην ξεχνάτε», σημείωσε, «ότι ο φασισμός αναπτύσσεται στη βάση υπαρκτών αντιθέσεων, δεν κινείται στο κενό».
Και ποιο είναι το αντίθετο του σημερινού βάρβαρου κόσμου μας, ρωτήθηκε από όλους στην ομήγυρη. «Το φάντασμα που μπήκε εδώ και κάμποσες δεκαετίες στο μπουκάλι και έπαψε να πλανάται πάνω από την Ευρώπη και τον κόσμο».
«Το φάντασμα του κομμουνισμού» εξήγησε, που «με την ταξική διεκδίκηση που επέβαλε στις δυτικές κοινωνίες πίεσε τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και έδωσε υπόσταση στην επικρατήσασα, μετά τον πόλεμο, σοσιαλδημοκρατία, η οποία αποδέχθηκε μέρος αυτής και έχτισε το κοινωνικό κράτος που άμβλυνε τις ανισότητες, αποδίδοντας στη μισθωτή εργασία έστω μικρό κομμάτι της υπεραξίας που παρήγαγε».
Για να συνεχίσει ότι «ακόμη και στις χειρότερες στιγμές της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ενωσης επιδρούσε, με την ύπαρξή της και μόνο, στην οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του κόσμου». Αθεράπευτα κομμουνιστής ο ίδιος κατάληξε ότι «για να αλλάξει ο κόσμος και να ισορροπήσουν εκ νέου οι κοινωνίες επιβάλλεται να επανεφεύρουν το φάντασμα ή απλώς να το ελευθερώσουν από το μπουκάλι που είναι κλεισμένο από το 1989 και εντεύθεν».
Μια θαρραλέα δικαστίνα αναλαμβάνοντας να διερευνήσει τις συνθήκες του δυστυχήματος έρχεται αντιμέτωπη με απειλές και κινδύνους που φανερώνουν ότι το εν λόγω λογισμικό δεν είναι και τόσο αθώο.
Πολλές όπως μπορείτε να φανταστείτε ήταν οι αντιρρήσεις και οι ενστάσεις από τους υπολοίπους, αν και η βραδιά προσέφερε τροφή για σκέψη και νέες συζητήσεις. Την επομένη σε άλλον κύκλο ετέθη προς συζήτηση η εκδοχή επανεφεύρεσης ή απελευθέρωσης του φαντάσματος του Μαρξ στους σύγχρονους ουρανούς. Κάμποσοι ήταν εκείνοι που την άκουσαν με ενδιαφέρον, αλλά οι περισσότεροι έκριναν ότι η προσφυγή στα παλαιά εργαλεία δεν αρκεί, ούτε μπορεί να ξεπεράσει το πλήθος των αλλαγών, γεωπολιτικών, οικονομικών, τεχνολογικών, κοινωνικών και πολιτικής κουλτούρας που έχουν συντελεστεί στη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών.
Ενας έμπειρος πολιτικός αντέτεινε ότι προοπτικά ο κόσμος θα οριστεί από την επερχόμενη σύγκρουση του πνεύματος με τους τεχνικούς των νέων τεχνολογιών. Η τεχνητή νοημοσύνη, οι νέες εφαρμογές και οι δυνατότητές της, θα επιδράσουν καταλυτικά τα επόμενα χρόνια στην εξέλιξη των κοινωνιών, θα αναδείξουν νέα διλήμματα, ηθικά, οικονομικά, νομικά και άλλα και προφανέστατα θα δημιουργήσουν περιβάλλον νέων κοινωνικών εντάσεων και συγκρούσεων.
Προς επίρρωση των λεγομένων του παρέπεμψε σε μια ισπανική ταινία που παίζεται από την περασμένη εβδομάδα στους αθηναϊκούς κινηματογράφους, η οποία φέρει τον τίτλο «Τεχνητή δικαιοσύνη» και την υπογραφή του σκηνοθέτη Σιμόν Κασάλ. Η ταινία πραγματεύεται την υποτιθέμενη προσπάθεια της ισπανικής κυβέρνησης να αντικαταστήσει το υπάρχον ανθρωποκεντρικό σύστημα Δικαιοσύνης από ένα εξελιγμένο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης, που θα δικάζει και θα απονέμει δικαιοσύνη, στηριζόμενο στη νομολογία, στους ποινικούς κώδικες, στους κανόνες και στις προηγούμενες καταχωρημένες εμπειρίες του νομικού συστήματος.
Διακηρυγμένος στόχος της κυβέρνησης είναι να αντικαταστήσει τους δικαστές ώστε να αυτοματοποιήσει και να αποπολιτικοποιήσει το δικαστικό σύστημα. Και για τον σκοπό αυτόν προκηρύσσει σχετικό δημοψήφισμα. Ολα αυτά μέχρι που σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα χάνει τη ζωή της η δημιουργός του επίμαχου λογισμικού. Μια θαρραλέα δικαστίνα αναλαμβάνοντας να διερευνήσει τις συνθήκες του δυστυχήματος έρχεται αντιμέτωπη με απειλές και κινδύνους που φανερώνουν ότι εν λόγω λογισμικό δεν είναι και τόσο αθώο, ούτε μπορεί να εγγυηθεί ανεξάρτητες δικαστικές αποφάσεις. Η ταινία που μετατρέπεται σε θρίλερ αναδεικνύει το πλήθος των διλημμάτων που μπορεί να εγείρουν οι περίπλοκες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης και ιδιαιτέρως η εξάρτηση από τις μηχανές. Και σε αυτή τη βάση τοποθετούνται οι νέες συγκρούσεις μεταξύ πνεύματος και του ραγδαία εξελισσόμενου τεχνικού πολιτισμού.
Αλλά αν ακόμη η «Τεχνητή δικαιοσύνη» βρίσκεται στις οθόνες των κινηματογραφικών αιθουσών, ο βασισμένος στις νέες τεχνολογικές δυνατότητες υβριδικός πόλεμος που εξαπέλυσε τις προηγούμενες μέρες το Ισραήλ εναντίον της Χεζμπολάχ του Λιβάνου είναι πραγματικός και δείχνει το εύρος και το βάθος των δυνατοτήτων και των αλλαγών που φέρνει η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών. Τις οποίες μάλλον δεν αρκεί το φάντασμα του Καρλ Μαρξ να τις τιθασεύσει, ούτε τις τερατογενέσεις να αποτρέψει…