O Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο αρχηγός του κράτους, ρυθμιστής του πολιτεύματος που εκπροσωπεί την ελληνική πολιτεία, εκφράζει την εθνική υπόσταση, διεκπεραιώνει τις αναγκαίες πολιτειακές πράξεις. Και ο ρόλος του αποκτά κρίσιμο πολιτικό βάρος στα δύσκολα, ιδίως όταν εκπροσωπούνται στη Βουλή κόμματα αντισυστημικά και ριζοσπαστικά με συνέπεια να δυσχεραίνεται ο σχηματισμός κυβέρνησης. Η μεσολάβηση του Προέδρου της Δημοκρατίας για τη συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών αρχηγών και τη συμφωνία τους επί ενός κοινού κυβερνητικού προγράμματος σε μια κυβέρνηση συνεργασίας είναι καίριας σημασίας για το πολίτευμα.

Το Σύνταγμα, στο άρθρο 37, ορίζει λεπτομερώς τη διαδικασία που ακολουθείται όταν δεν υφίσταται κόμμα με την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών και επιδιώκεται σχηματισμός κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Ο Πρόεδρος παρέχει διαδοχικά, με προσδιορισμένη σειρά, στους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων τρεις ή τέσσερις διερευνητικές εντολές διάρκειας τριών (3) ημερών. Και εάν αποτύχουν οι διερευνητικές εντολές, ο Πρόεδρος καλεί σε διαβούλευση τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων για να συμφωνήσουν σε συμμαχική κυβέρνηση που θα διαθέτει το τεκμήριο της υποστήριξής της από 151 τουλάχιστον βουλευτές. Αν η προσπάθεια αποτύχει, ακολουθεί εκλογική κυβέρνηση, πολιτική ή υπηρεσιακή.

Η διάταξη αυτή αποτυπώνει μια τυπική/δικονομική λογική, ακατάλληλη για μια καθαρά πολιτική διαδικασία. Υποδηλώνει φοβία απέναντι στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ακριβώς στην περίπτωση όπου ο ρυθμιστικός του ρόλος απαιτεί ελευθερία χειρισμών και άνετο χρόνο για επίτευξη πολιτικών συμβιβασμών. Ο αναθεωρητικός οίστρος του 1986, που ορθώς κατήργησε τις υπερεξουσίες του Προέδρου κατά το Σύνταγμα του 1975, συμπαρέσυρε δυστυχώς και τη σοβαρότερη ρυθμιστική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας για την ανάδειξη της κυβέρνησης.

Η Ευρώπη, όπως και η Ελλάδα, αντιμετωπίζει κοινοβουλευτικά κόμματα με χαρακτήρα ριζοσπαστικό που δυσχεραίνουν τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής δεν θα αποτρέψει τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων και την ανάδειξη αντισυστημικών κομμάτων στην Ελλάδα. Θεωρώ πως η αναθεώρηση οφείλει να προβλέψει το κατάλληλο συνταγματικό πλαίσιο για την υποβοήθηση δημιουργίας σοβαρών κυβερνήσεων συνεργασίας, εάν και όταν προκύψουν οι περιστάσεις. Κι εδώ η τροποποίηση του άρθρου 37 και η απελευθέρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας από τυπολατρικές προβλέψεις και παράλογους χρονικούς περιορισμούς είναι απαραίτητη.

Ειδικότερα, θα πρέπει η νέα διάταξη να είναι λιτή, να καταργεί την ειδική και συγκεκριμένη σειρά ενεργειών του Προέδρου στη συνεννόησή του με τους πολιτικούς αρχηγούς, να απαλείφει τις ρητές προθεσμίες ανά σειρά διαδικασίας και να ορίζει έναν ανώτατο χρόνο. Η ανάδειξη μιας αξιόπιστης και αποτελεσματικής κυβέρνησης συνιστά τον πυρήνα μιας δημοκρατικής πολιτείας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να αφεθεί ελεύθερος να οδηγηθεί στους χειρισμούς που επιβάλλει κάθε χρονική περίσταση σε διαφορετικές πολιτικές συνθήκες.

Η παρέμβασή του έχει σκοπό να οδηγήσει στην κατάρτιση μιας βιώσιμης συμφωνίας μεταξύ πολιτικών κομμάτων επί πολλών και συχνά επίμαχων θεμάτων, στη δέσμευσή τους να απέχουν από τον λαϊκισμό και τις υποτιθέμενες εύκολες λύσεις, στη δημιουργία ενός πραγματικά ορθολογικού κυβερνητικού προγράμματος με συνθέσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Κι αν, τέλος, ο Πρόεδρος δεν χρειαζόταν να ορκίζεται στην Αγία Τριάδα (άρθρο 33 Σ.) για να τηρεί το Σύνταγμα και να επιτυγχάνει στο έργο του, πόσο καλύτερα θα ήταν και για την πολιτεία και για τη θρησκεία.

Η κυρία Πηνελόπη Φουντεδάκη είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.