Οι περίτεχνες ενημερώσεις των ΜΜΕ, όπως η πρόσφατη μετά την ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής στην Αγκυρα, υπεραπλουστεύουν με αποστειρωμένη μορφή τις τεράστιες διαφωνίες οι οποίες λογικά διαπιστώνονται στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις.

Πίσω από το «ήπιο κλίμα» αυξάνεται σταθερά, αντί να μειώνεται, η εύφλεκτη ύλη, η οποία μπορεί να οδηγήσει ξανά σε εκρηκτική ένταση και μάλιστα υπό χειρότερους όρους για τον Ελληνισμό.

Στην εθνική στρατηγική των τελευταίων ετών διαφαίνονται έντονα στοιχεία «ειρηνιστικού ρομαντισμού», με τις διμερείς σχέσεις να εκλαμβάνονται περίπου ως Δανίας – Σουηδίας. Ενδεικτικά, κατά την Αθήνα, «μπορούμε να διαφωνούμε (για θέματα κυριαρχίας, συνόρων κ.λπ.!) χωρίς να οδηγούμαστε σε εντάσεις» ή, «δεν χρειάζεται να δαπανούμε πολλούς πόρους για εξοπλισμούς».

Υποστηρίζεται συναφώς ότι ξεκινώντας με τα απλά (θετική ατζέντα, π.χ. εμπόριο, νέα γέφυρα στον Εβρο) θα δημιουργηθεί εμπιστοσύνη (ΜΟΕ, π.χ. με ποδοσφαιρικούς αγώνες μεταξύ στρατιωτικών), θα αρθούν οι «εκατέρωθεν παρεξηγήσεις», η Τουρκία θα άρει τις διεκδικήσεις της επί των ελληνικών νησιών και του δικαιώματος άμυνάς τους, κι έτσι τελικά θα αχθεί στη Χάγη μόνο η οριοθέτηση ΑΟΖ…

Οι παραπάνω ευσεβοποθικές αναλύσεις βοηθούν επικοινωνιακά (εν απουσία μάλιστα σοβαρής αντιπολίτευσης). Ομως δυστυχώς όχι μόνο δεν λύνουν τα μεγάλα προβλήματα, αλλά και ενθαρρύνουν διά της παρατηρούμενης αδράνειας τα τουρκικά αναθεωρητικά οράματα.

Η στρατηγική της Αγκυρας αξιοποιεί αντίθετα το ήπιο κλίμα προκειμένου να κερδίσει χρόνο ισχυροποίησής της, αδρανοποιώντας παράλληλα τυχόν μοχλούς πίεσης εναντίον της από την Ελλάδα. Ετοιμάζεται π.χ. να αντλήσει εκ νέου από ΕΕ και ΗΠΑ καίρια πολλαπλασιαστικά πλεονεκτήματα: κονδύλια, Τελωνειακή Ενωση, είσοδο στην ευρωπαϊκή άμυνα από την πίσω πόρτα, άρση εμπάργκο όπλων (F-16 κ.λπ.), πρόσβαση σε ευαίσθητες στρατιωτικές τεχνολογίες – και όλα αυτά με αναγνώριση της στρατηγικής αυτονομίας της.

Σχεδιάζει σταθερά τη «γιγάντωσή» της προκειμένου, πάνοπλη σε μερικά χρόνια, να υλοποιήσει μεταξύ άλλων τη «Γαλάζια Πατρίδα».

Χαρακτηριστικά, στην πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή», ο Ερντογάν περίτεχνα διευκρίνισε ότι «ήρεμα νερά» θα υπάρχουν όσο «συνεχίζεται ο σεβασμός στις τουρκικές ευαισθησίες».

Εμμεσα απειλεί εξάλλου με ημερομηνία λήξης για να αποτρέψει τις συνεχείς (ελληνικές) αναβολές της «πακετοποιημένης» συζήτησης/προσφυγής στη Χάγη όλων μαζί των διεκδικήσεών του. Ανερυθρίαστα θεωρεί ότι «δεν βλάπτει τον διάλογο» ακόμη και η διαπραγμάτευση της κυριαρχίας των νησιών (και κατοικημένων). Ανοιχτά εξάλλου απειλεί ότι θα αντιδράσει σε οποιαδήποτε τετελεσμένα επιχειρήσει η Αθήνα (ενδεικτικά: 12 ν.μ., θαλάσσια πάρκα, άμυνα νησιών κ.λπ.).

Η Ελλάδα αεροβατεί όταν παραγνωρίζει τις διαμετρικά αντίθετες επιδιώξεις των δύο γειτόνων: μια μεσαία, φιλειρηνική, ευρωπαϊκή και υπέρ του status quo δύναμη αντιμετωπίζει τη γιγάντωση ενός επιθετικού, αναθεωρητικού και πολεμοχαρούς γείτονα.

Οφείλει γι’ αυτό να αποδεχθεί ότι το πρόβλημα είναι εκρηκτικό, δεν ξορκίζεται με φρούδες ελπίδες και δεν αντιμετωπίζεται με ιδέες στο πόδι. Επιπλέον, η συνήθης προσπάθεια να μετατεθεί η «καυτή πατάτα» στον επόμενο χειριστή εξαγοράζοντας «ήσυχα καλοκαίρια» αντιμετωπίζει μια πιεστικότατη Τουρκία η οποία πλέον βιάζεται για τη «λύση-πακέτο».

Ο κ. Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών.