Πριν από λίγες ημέρες το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την κατασκευή του Φράγματος Τσικνιά – ωφέλιμου όγκου 12,5 εκατ. μ3 και προϋπολογισμού 104 εκατ. ευρώ – για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες ύδρευσης της πόλης της Μυτιλήνης και μικρότερων οικισμών του νησιού. Το φράγμα θα κατασκευαστεί στην περιοχή του κόλπου της Καλλονής και θα μεταφέρει νερό στην πόλη μέσω αντλιοστασίων και αγωγών μήκους 68 χλμ.
Tο συγκεκριμένο έργο ξεκίνησε να συζητείται τη δεκαετία του 1990 ως έργο άρδευσης, εγκαταλείφθηκε στην πορεία και επανήλθε στο προσκήνιο μετά το 2010 ως έργο ύδρευσης. Η επιστημονική κοινότητα δεν έχει πειστεί για την αναγκαιότητα κατασκευής ενός τόσο μεγάλου φράγματος καθώς η πόλη της Μυτιλήνης δεν αντιμετωπίζει προβλήματα έλλειψης νερού ενώ κατά τον σχεδιασμό του έργου υπερεκτιμήθηκαν οι μελλοντικές ανάγκες των εξυπηρετούμενων περιοχών.
Συγκεκριμένα, θεωρήθηκε ότι ως το 2050 θα αυξηθεί ο μόνιμος πληθυσμός από τους 65.000 στους 90.000 κατοίκους καθώς και η ημερήσια κατανάλωση νερού ανά άτομο από τα 150 στα 200 λίτρα για τον μόνιμο πληθυσμό και από τα 200 στα 250 λίτρα για τους τουρίστες. Σύγκριση των τελευταίων απογραφών δείχνει όμως ότι ο πληθυσμός παραμένει στάσιμος ενώ – δεδομένης της κλιματικής κρίσης – στόχος θα πρέπει να είναι η μείωση του υδατικού μας αποτυπώματος και όχι η περαιτέρω αύξησή του.
Παράλληλα, εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κατασκευής του φράγματος καθώς θα μειωθούν σημαντικά οι ετήσιες απορροές του ποταμού Τσικνιά στη θάλασσα. Επισημαίνεται ότι ο κόλπος της Καλλονής είναι ο μεγαλύτερος νησιωτικός υγροβιότοπος και σημαντικός ενδιάμεσος σταθμός για πληθώρα ειδών κατά τη μεταναστευτική περίοδο, έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000 και συμβάλλει στην οικονομία του νησιού μέσω της αλιείας (σαρδέλα Καλλονής, οστρακοειδή) και της ήπιας οικοτουριστικής ανάπτυξης (πόλος έλξης παρατηρητών πουλιών).
Σε άλλα νησιά του Αιγαίου, που έχουν αναπτυχθεί περισσότερο τουριστικά, για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες σε νερό κάθε χρόνο προστίθενται νέες μονάδες αφαλάτωσης. Ως αποτέλεσμα, σε ορισμένες περιπτώσεις το κόστος παραγωγής και μεταφοράς του νερού φτάνει τα 4 ή και τα 6 ευρώ/μ3 όταν το μέσο κόστος για τα νησιά είναι 1.18 ευρώ/μ3. Η δε συνεχής αύξηση της ζήτησης και η παράλληλη απαίτηση κατασκευής νέων μονάδων αφαλάτωσης θυμίζει τον Πίθο των Δαναΐδων. Τα τιμολόγια του νερού αυξάνονται αλλά συνεχίζουν να μην καλύπτουν το κόστος, προσθέτοντας συνεχώς ελλείμματα στους δήμους και στις ΔΕΥΑ και υποσκάπτοντας τη μελλοντική τους δυνατότητα να συντηρούν τα δίκτυα και να αναβαθμίζουν τις υποδομές τους. Εφαρμόζονται κλιμακωτές χρεώσεις ανάλογα με την καταναλισκόμενη ποσότητα, πολιτική που είναι ορθή, συχνά όμως η τιμή του νερού είναι χαμηλότερη του κόστους ακόμη και για τους σπάταλους καταναλωτές.
Την ίδια στιγμή, οι δημότες και οι επισκέπτες πίνουν κατά βάση εμφιαλωμένο νερό αυξάνοντας τη χρήση των πλαστικών συσκευασιών καθώς δεν εμπιστεύονται – άλλοτε δικαίως, άλλοτε αδίκως – το νερό της βρύσης ενώ τα υφιστάμενα δίκτυα ύδρευσης συχνά παρουσιάζουν απώλειες μεγαλύτερες του 30% λόγω παλαιότητας των αγωγών.
Το Εθνικό Μητρώο Σημείων Υδροληψίας, που καταχωρούνται όλες οι ιδιωτικές και δημόσιες γεωτρήσεις, έχει συσταθεί από το 2014 (https://lmt.ypeka.gr/) αλλά η υποχρέωση της νομοθεσίας για τοποθέτηση υδρομέτρων δεν έχει τηρηθεί. Κατά συνέπεια, η ανεξέλεγκτη άντληση συνεχίζεται υποβαθμίζοντας μέσω υφαλμύρωσης την ποιότητα των υπόγειων αποθεμάτων.
Οι Μονάδες Επεξεργασίας Λυμάτων δεν επαναχρησιμοποιούν τα επεξεργασμένα υγρά απόβλητα, παρά την ύπαρξη εθνικής (ΚΥΑ 145116/2011) και ευρωπαϊκής νομοθεσίας (Regulation 2020/741) που επιτρέπει την αγροτική χρήση, την άρδευση χώρων πρασίνου και τον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα. Ως αποτέλεσμα, ποσότητα μεγαλύτερη των 28 εκατ. μ3 ανά έτος καταλήγει ανεκμετάλλευτη στη θάλασσα. Από την άλλη, χώρες όπως η Κύπρος και το Ισραήλ επαναχρησιμοποιούν σχεδόν το σύνολο των επεξεργασμένων λυμάτων.
Και τι μπορούμε να κάνουμε; Οσοι ασχολούνται με την περιβαλλοντική επιστήμη γνωρίζουν ότι η υδατική ασφάλεια των νησιών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την κατασκευή μεμονωμένων έργων αλλά προϋποθέτει ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων. Ολα τα νησιά δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες, όλες οι χρήσεις νερού δεν απαιτούν τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά. Γνωρίζουν επίσης ότι η εξασφάλιση του δικαιώματος στο νερό δεν σημαίνει εγγύηση απεριόριστης κατανάλωσης. Καθώς η ποσότητα του πόρου είναι πεπερασμένη, η κατανάλωση από ένα άτομο μειώνει τη διαθεσιμότητα για άλλους.
Αν θελήσουμε να ιεραρχήσουμε τις ενέργειες μας, τότε θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη λήψη μέτρων διαχείρισης της ζήτησης, μείωσης των απωλειών των δικτύων και προστασίας των υπόγειων υδροφορέων. Συνεχίζοντας, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε με τον βέλτιστο τρόπο τις διαθέσιμες ποσότητες νερού σε κάθε νησί. Αυτό σημαίνει ανάπτυξη εναλλακτικών σεναρίων που θα πρέπει να αξιολογηθούν με αντικειμενικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά και οικονομικά στοιχεία, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, την υφιστάμενη νομοθεσία και τις διεθνείς πρακτικές.
Οι τελικοί χρήστες (πολίτες, φορείς, επιχειρήσεις) θα πρέπει να είναι συμμέτοχοι σε αυτή την προσπάθεια έχοντας πρόσβαση στην πληροφορία για τα διαθέσιμα αποθέματα, την ποιότητα και το κόστος παραγωγής του νερού. Διαφορετικά, όσο περνούν τα χρόνια, τα προβλήματα θα γίνονται εντονότερα και η δυσαρέσκεια των πολιτών προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες μεγαλύτερη.