Μοιάζει ο πρώτος γύρος των εσωκομματικών εκλογών του ΠαΣοΚ με τα γεγονότα που οδήγησαν τον Κώστα Σημίτη στην πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματος το 1996;
Εκ πρώτης όψεως υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Το ΠαΣοΚ τότε βρισκόταν ήδη στην εξουσία, σήμερα είναι ένα μεσαίο κόμμα, με τις εκλογές να απέχουν σχεδόν τρία χρόνια. Ο κ. Σημίτης εξελέγη πρώτα στην πρωθυπουργία μετά από ψηφοφορία δύο γύρων στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠαΣοΚ. Εξι μήνες αργότερα εξελέγη πρόεδρος του κόμματος, μέσα από ένα ταραχώδες συνέδριο. Η διαδικασία δεν είχε τα ίδια ανοικτά χαρακτηριστικά με αυτή του 2024.
Υπάρχουν όμως και χρήσιμοι παραλληλισμοί.
Η ανάδειξη του Κ. Σημίτη στην πρωθυπουργία, η οποία ήταν κομβική και για τα όσα ακολούθησαν στο συνέδριο, κατέστη δυνατή για δύο λόγους. Πρώτον, τον Νοέμβριο του 1994, στη «συνάντηση των τεσσάρων» (Αυγερινός, Πάγκαλος, Παπανδρέου, Σημίτης), αποφασίστηκε να συνταχθεί το μεταρρυθμιστικό τμήμα του ΠαΣοΚ πίσω από μία πιθανή υποψηφιότητα Σημίτη. Οι συμμετέχοντες στη συνάντηση γνώριζαν τα όρια των δυνάμεών τους μέσα στο κόμμα και κατάλαβαν ότι υπήρχε χώρος για μία μόνο υποψηφιότητα.
Δεύτερον, στις εκλογές της Κοινοβουλευτικής Ομάδας που ακολούθησαν την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου από την πρωθυπουργία τον Ιανουάριο του 1996 κατήλθαν τέσσερις υποψήφιοι: οι κκ. Αρσένης, Σημίτης, Τσοχατζόπουλος και Χαραλαμπόπουλος. Η υποψηφιότητα Αρσένη ήταν καθοριστική γιατί διέσπασε τις ψήφους του «παραδοσιακού ΠαΣοΚ», επιτρέποντας στον κ. Σημίτη να περάσει στον β’ γύρο. Αν δεν έθετε υποψηφιότητα ο κ. Αρσένης, ο κ. Τσοχατζόπουλος θα κέρδιζε την απόλυτη πλειοψηφία από τον α’ γύρο και θα γινόταν αυτός πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Στις πρόσφατες εσωκομματικές του ΠαΣοΚ, η υποψηφιότητα της Αννας Διαμαντοπούλου χαιρετίστηκε από πολλούς ως μια «επιλογή νίκης» στη βάση το, εν πολλοίς σωστού, επιχειρήματος ότι μόνο εκείνη είχε χαρακτηριστικά εν δυνάμει πρωθυπουργού που θα μπορούσαν να κλονίσουν την πολιτική παντοδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τελικά, όμως, η υποψηφιότητά της λειτούργησε όπως εκείνη του κ. Αρσένη το 1996, υπονομευτικά και όχι προωθητικά για τα όσα πρέσβευε.
Παρά τη μεγάλη πολιτική της πείρα, η κυρία Διαμαντοπούλου υπέπεσε σε δύο κολοσσιαία λάθη.
Πρώτον, δεν προετοίμασε την υποψηφιότητά της σε βάθος χρόνου. Μπήκε στην κούρσα τελευταία, έχοντας μείνει μακριά από το ΠαΣοΚ για πάνω από δέκα χρόνια. Θεώρησε ότι τα εκτελεστικά της «γαλόνια» (νομάρχης, υπουργός, επίτροπος) θα ήταν αρκετά για το κομματικό κοινό και θα προσέλκυαν στις κάλπες μη παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΠαΣοΚ. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Νομίζω πως το περιεχόμενο του πολιτικού της στίγματος ήταν ασαφές, ενώ φάνηκε κάπως απροετοίμαστη και στο debate και στον ευρύτερο δημόσιο λόγο της.
Δεύτερον, η υποψηφιότητα Διαμαντοπούλου είχε κατά βάση προσωπικά χαρακτηριστικά. Δεν αντιπροσώπευσε ένα ευρύτερο μπλοκ στελεχών. Δεν υπήρξε «συνάντηση τεσσάρων», ούτε στρατηγική διαμόρφωσης πολιτικών συμμαχιών μέσα στο κόμμα. Με τον κ. Γερουλάνο να έχει θέσει υποψηφιότητα πρώτος, η κυρία Διαμαντοπούλου θα έπρεπε να γνωρίζει ότι η δικιά της υποψηφιότητα θα αποδυνάμωνε και τους δύο. Εκ του αποτελέσματος είναι σαφές ότι έπρεπε να υπάρξει μία μόνο υποψηφιότητα, στη βάση μιας κοινής πολιτικής πλατφόρμας. Αυτό όμως δεν έγινε. Η προσωπική φιλοδοξία υπέσκαψε την πολιτική διορατικότητα.
Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς: γιατί δεν έκανε πίσω ο κ. Γερουλάνος; Στα χαρτιά η υποψηφιότητα Διαμαντοπούλου ήταν ίσως πιο ώριμη. Ομως ο κ. Γερουλάνος προετοίμαζε την πλατφόρμα του εδώ και χρόνια. Παρέμεινε ενεργός μέσα στο ΠαΣοΚ και έχτιζε το δίκτυό του, ειδικά στην Αττική, από πολύ παλιά. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι γνώριζε τις προθέσεις της κυρίας Διαμαντοπούλου. Μάλλον έγιναν οι κατάλληλες συνεννοήσεις, κυρίως γιατί η υποψηφιότητα Διαμαντοπούλου υπήρξε αιφνιδιαστική και βιαστική.
Το 2024 το λεγόμενο «μεταρρυθμιστικό ΠαΣοΚ» άθροισε πολύ μεγαλύτερο κοινό από αυτό του 1996. Δεν κατάφερε όμως να εκλέξει αρχηγό της αρεσκείας του.
Οι ευκαιρίες δεν είναι άπειρες. Είναι επίσης συγκυριακές και συνήθως τις δράττουν όσοι έχουν προετοιμαστεί μεθοδικά και με σχέδιο.
Ο κύριος Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.