Μια πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ερευνας για τον Καρκίνο (IARC) του ΠΟΥ δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας: αύξηση των περιστατικών καρκίνου κατά 77% αναμένεται μέχρι το 2050! Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στην ανάλυση δεδομένων από 185 χώρες και αντικατοπτρίζει, σύμφωνα με τους ειδικούς, τόσο τη γήρανση του πληθυσμού όσο και τη συνεχιζόμενη επίδραση επιβαρυντικών παραγόντων όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ, η παχυσαρκία και η περιβαλλοντική ρύπανση.
Τα δεδομένα στα οποία βασίστηκαν οι προβλέψεις αφορούσαν το 2022, χρονιά στην οποία καταγράφηκαν 20 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις καρκίνου και σημειώθηκαν 9,7 εκατομμύρια θάνατοι. Ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν ο συχνότερος παγκοσμίως (2,5 εκατομμύρια νέες διαγνώσεις), ακολουθούμενος από τον καρκίνο του μαστού (2,3 εκατομμύρια), του παχέος εντέρου (1,9 εκατομμύρια), του προστάτη (1,5 εκατομμύρια) και του στομάχου (970.000 νέες διαγνώσεις). Ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν επίσης η πρώτη αιτία θανάτου από καρκίνο καθώς ευθύνεται για το 18,7% του συνολικού αριθμού θανάτων που σημειώθηκαν το 2022. Ακολουθούν ο καρκίνος του παχέος εντέρου (9,3%), του ήπατος (7,8%), του μαστού (6,9%) και εκείνος του στομάχου (6,8%).
Οσο και αν η εκτιμώμενη αύξηση των περιστατικών καρκίνου στο κοντινό μέλλον δημιουργεί προβληματισμό, το εύρημα που προβληματίζει περισσότερο τους ειδικούς δεν έχει να κάνει με το μέλλον αλλά με το παρόν και αφορά τις μεγάλες ανισότητες. Ανισότητες οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με την οικονομική κατάσταση χωρών αλλά και ασθενών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο καρκίνος του μαστού: ενώ οι γυναίκες χωρών με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα έχουν μικρότερες πιθανότητες (1 στις 27) να εμφανίσουν τη νόσο, σε σχέση με γυναίκες εύπορων χωρών (1 στις 12), οι πρώτες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρκίνο (1 στις 48) σε σχέση με τις δεύτερες (1 στις 71), λόγω καθυστερημένης διάγνωσης αλλά και αδυναμίας πρόσβασης σε σωτήριες θεραπείες.
Η πρόσφατη ανακοίνωση της διάγνωσης του βασιλιά Καρόλου του Ηνωμένου Βασιλείου (απ)έδειξε ότι η ίδια η νόσος δεν κάνει διακρίσεις. Οι διακρίσεις αφορούν τη δυνατότητα διαχείρισης της νόσου. Το να έχει κανείς τη φροντίδα των καλύτερων γιατρών και πρόσβαση στις καλύτερες θεραπείες δεν είναι δεδομένο, όχι μόνο για ασθενείς που ζουν σε χώρες με χαμηλό ΑΕΠ, αλλά ούτε σε ασθενείς που ζουν σε γεωγραφικά απομονωμένες (και συχνά με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο κατοίκων) περιοχές πλουσιότερων χωρών. Κάτι που ισχύει και για τη χώρα μας!
Ανεξαρτήτως χώρας πάντως, όλοι συμφωνούν ότι η πρόληψη (του καρκίνου και όχι μόνο) είναι καλύτερη από τη θεραπεία. Και φτηνότερη! Και ως εκ τούτου, μπορεί ευκολότερα να συμβάλει στη μείωση των ανισοτήτων. Ας το θυμόμαστε αυτό και οι πολίτες και η πολιτεία.