Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι «για την ώρα, κανένας δεν ξέρει».

Και όχι ο «κανένας» που προηγείται στην απάντηση μιας ακόμη δημοσκόπησης (Metron Analysis για το MEGA) για το ποιος είναι καταλληλότερος πρωθυπουργός.

Το «κανένας δεν ξέρει» συνδέεται με τη ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό, αλλά και το γεγονός ότι τρία χρόνια πριν από τις επόμενες κάλπες είναι νωρίς για να ποντάρει πολλά ή λίγα στον πρόεδρο του ΠαΣοΚ, αν και στην ίδια δημοσκόπηση ανήλθε στην πρώτη θέση σε δημοφιλία με 41%, παραμένοντας όμως χαμηλά (6%) στην καταλληλότητα.

Ομως, αν ανασύρει κανείς από τα έγκατα της Google δημοσκοπήσεις της περιόδου πριν από τον πρώτο γύρο των εσωκομματικών εκλογών της ΝΔ το 2015, θα βρει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης τότε δεν είχε προβάδισμα για να γίνει ούτε πρόεδρος και θυρωρός (με την έννοια του κλειδοκράτορα) της δεξιάς πολυκατοικίας.

Από τότε μέχρι σήμερα απέκτησε πρωθυπουργισιμότητα, την οποία απόσβεσε και ως έναν βαθμό επιβεβαίωσε στην πρώτη θητεία της κυβέρνησής του, αλλά στη δεύτερη δείχνει να έχει χάσει τον βηματισμό του, με αποτέλεσμα να έχει ανοιχτεί στα ελληνοτουρκικά νερά για πιο longterm projects.

Για να υπάρχει και μια ατζέντα που δεν επηρεάζεται από την ακρίβεια, που μοιάζει ανίκητος αντίπαλος σε αντίθεση με όσους άλλους βρήκε ως τώρα στον πρωθυπουργικό δρόμο του.

Επηρεάζεται βέβαια από τον Αντώνη Σαμαρά, αλλά αυτό είναι άλλου Πα(π)ά ευαγγέλιο.

Τι χρειάζεται λοιπόν ο Ανδρουλάκης για να κάνει πράξη το σύνθημα ότι «έρχεται η σειρά του Μητσοτάκη», όπως του φώναζαν μετά την επικράτησή του στις πρόσφατες κάλπες του ΠαΣοΚ; Να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει.

Ηδη ο Πρωθυπουργός του έκανε δώρο τον ρόλο του αντιπάλου που κοιτάζει στα μάτια. Τα δώρα όμως, όπως και οι ευκαιρίες, δεν είναι άπειρα.

Το βάθος και η ποιότητα του προγράμματος που φαίνεται να έχει, όπως και το Πολιτικό Κέντρο που έστησε με παλιούς και νέους συντρόφους, θα εξελιχθούν σε κομβικά κριτήρια για το αν το ΠαΣοΚ όντως είναι ξανά ενωμένο και εν δυνάμει δυνατό.

Ομως, ο ίδιος καλείται να πετύχει το πιο δύσκολο από όλα όσα έχει μπροστά του ένας υποψήφιος πρωθυπουργός. Να βγει εκεί έξω και να κερδίσει τους πολίτες.

Οχι με τις δόξες του πασοκικού παρελθόντος και τα ωραία χρόνια που έφυγαν, αλλά με ένα πραγματικό σχέδιο ενός εθνικού μέλλοντος και για τα δύσκολα χρόνια που έρχονται.