Η καλή υγεία αποτελεί ύψιστη ατομική υπόθεση και κρίσιμη κοινωνική προτεραιότητα. Σε επίπεδο προγραμματισμού όμως, ο τομέας της υγείας αντιμετωπίζεται περισσότερο ως μια υπόθεση αμιγώς πολιτική και κομματική, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν «σχέδια» που υπαγορεύονται κυρίως από ιδεολογικές αφετηρίες και περιλαμβάνουν προκατασκευασμένες θέσεις και συνθηματικού τύπου εξαγγελίες, χωρίς επαρκή τεκμηρίωση.
Ετσι, όταν ανακύπτουν τα προβλήματα, η εκάστοτε κεντρική διοίκηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις (συνήθως πολλές και διαφορετικές) προκλήσεις, ακολουθώντας τες. Επιπλέον, η αδυναμία διαμόρφωσης συναινέσεων ως προς τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις έχει ως αποτέλεσμα την αναβολή τους, κάτω από την πίεση της σχεδόν αντανακλαστικής αντίδρασης σε αυτές, από όλους όσοι δεν συμμετέχουν στον σχεδιασμό ή την υλοποίησή τους. Με τον τρόπο όμως αυτόν, η μεν κεντρική διοίκηση έχει ένα βολικό άλλοθι για την αδράνεια, ενώ οι πολιτικοί και επαγγελματικοί αρνητές των μεταρρυθμίσεων θεωρούν ότι «ο στόχος για την ώρα επετεύχθη», με τη λειτουργία βέβαια του συστήματος υγείας να παραμένει σε οριακά επίπεδα.
Ωστόσο, το υπαρκτό ζήτημα της κάλυψης των κενών σε ανθρώπινο δυναμικό δεν θα επιλυθεί αν δεν συνοδευτεί από μια δυναμική ανάλυση των αναγκών και της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας, των ροών εντός του συστήματος και των πραγματικών κενών του. Απαιτείται διεπιστημονικότητα λοιπόν, κατά την ανάλυση των αναγκών σε σχέση με τους διατιθέμενους ανθρώπινους πόρους, με την ίδια επιστημονική διαδικασία να εφαρμόζεται και για τον εξοπλισμό, τις υποδομές, τα σημεία παροχής φροντίδας και το είδος αυτών, τις ροές των ασθενών κ.ά. Επιπλέον, οι σύγχρονες τάσεις στην υγεία απαιτούν διατομεακότητα, ήτοι ανάληψη πρωτοβουλιών από διαφορετικούς φορείς, οι οποίοι σχετίζονται με πολλαπλές περιοχές δημόσιας πολιτικής. Για παράδειγμα, πολιτικές για τη διακοπή του καπνίσματος, τους προσυμπτωματικούς ελέγχους, τη διαχείριση καταστροφών και κρίσεων, τον ιατρικό τουρισμό κ.ά. απαιτούν την ενεργοποίηση και τον συντονισμό διαφόρων οργανισμών και δομών του κράτους και του ιδιωτικού τομέα.
Γιατί όμως τα τόσο αυτονόητα αυτά χαρακτηριστικά δεν περιλαμβάνονται, τουλάχιστον στον βαθμό που απαιτείται, στην πολιτική υγείας στη χώρα μας; Διότι επιμένει ένα έλλειμμα μεταρρυθμιστικής βούλησης, παρά το γεγονός ότι η υφιστάμενη κατάσταση δεν ικανοποιεί κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη. Αναζητείται διάθεση για αλλαγή λοιπόν, όχι μόνο από την πλευρά της κεντρικής διοίκησης αλλά και ευρύτερα, συνθήκη η οποία μπορεί να επιτευχθεί εφόσον ο όλος σχεδιασμός εμπλουτιστεί με την απαραίτητη τεκμηρίωση.
Για παράδειγμα, θα πρέπει να εξηγηθεί στους πολίτες (και στους κοινωνικούς φορείς) γιατί λαμβάνεται μία απόφαση με τρόπο πλήρως τεκμηριωμένο, ενώ, σε επίπεδο επικράτειας, μία ετήσια Εκθεση για το σύστημα υγείας, τα σημεία παροχής και, πρωτίστως, το μονοπάτι και τις προτυποποιημένες διαδικασίες κίνησης εντός αυτού είναι επιβεβλημένη.
Η κρισιμότητα της κατάστασης συνοψίζεται στο ότι τη στιγμή που η απασχόληση στο ΕΣΥ δεν αποτελεί πλέον ελκυστική επιλογή για έναν επαγγελματία υγείας και το κράτος προσπαθεί να βελτιώσει την κατάσταση με στοχευμένες αλλά περιορισμένου ορίζοντα παρεμβάσεις, οι υπόλοιποι δρώντες περιορίζονται στη διαφωνία προς αυτές και οι πολίτες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα στην κάλυψη των αναγκών τους παρά το ότι η σχετική οικονομική τους επιβάρυνση είναι σημαντική.
Διεπιστημονικότητα, διατομεακότητα και διάθεση για αλλαγή λοιπόν, αν δεν θέλουμε την επανάληψη αυτής της πραγματικότητας απλά με διαφορετικούς συμμετέχοντες…
Ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης είναι καθηγητής Πολιτικής Υγείας, κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου