Αναθεωρώντας διαβάζοντας

Το αληθινό τέλος της κάθε χρονιάς είναι πλέον το τέλος του Αυγούστου

Στο τέλος τής (περασμένης πλέον) χρονιάς με έπιασε κάτι παράξενο: άρχισα να διαβάζω όλα τα βιβλία που είχα αφήσει στη μέση τους προηγούμενους δώδεκα μήνες. Πόσα ήταν; Πέντε. Εχει σημασία ποια ήταν; Πιστέψτε με, καμία απολύτως. Δεν θα σας πω τους τίτλους αλλά θα σας τα περιγράψω για να καταλάβετε το περίπλοκο της κατάστασής μου.

Το ένα ήταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο από έναν έλληνα συγγραφέα που ανακάλυψα μέσα στη χρονιά: διάβασα το πρώτο του βιβλίο και ήταν συμπαθητικό, το δεύτερό του όμως με κούρασε κομμάτι και το άφησα μισοτελειωμένο. Το δεύτερο ήταν μια ιστορική βιογραφία: όταν τελείωσα τα πρώτα πέντε κεφάλαια, άρχισα να αισθάνομαι πως όλα όσα ακολουθούν τα ξέρω, γιατί τα έχω διαβάσει σε άλλα ανάλογα βιβλία προηγουμένως.

Το τρίτο ήταν γεμάτο από μια σειρά από γεγονότα που αναλύονταν ως προς την πιστότητα και την αλήθεια τους: το άφησα γιατί έπεφτα συνεχώς πάνω σε περιστατικά που δεν γνώριζα. Το τέταρτο ήταν απλά το βιβλίο ενός φίλου που μου το είχε χαρίσει και μου είχε ζητήσει μια γνώμη: είχα διαβάσει αρκετές σελίδες για να πω τη γνώμη μου, αλλά μετά σκέφτηκα τι νόημα έχει αυτό, αφού το βιβλίο είχε ήδη εκδοθεί.

Το πέμπτο ήταν ένα ακόμα βιβλίο με πρωταγωνιστή έναν διάσημο αθλητή – ας το πούμε αυτοβιογραφία. Το είχα αφήσει γιατί μου θύμιζε πολλές από τις ιστορίες με τις οποίες κι εγώ ασχολούμαι καθημερινά – η σχέση μου μαζί του πέρασε γρήγορα στον αστερισμό της ρουτίνας. Στην ιστορία ενδοσκόπησης που σας αφηγούμαι, πιο μεγάλο ενδιαφέρον από το γιατί τα άφησα μισοτελειωμένα έχει ο λόγος που λίγο προτού εκπνεύσει το 2024 επέστρεψα σε αυτά, για να τα τελειώσω με το που μπήκε το 2025.

Δεν ξέρω αν σας συμβαίνει και εσάς, όμως εμένα πολύ συχνά μου προκύπτει η αίσθηση μιας παράξενης έλλειψης για πολλά και διάφορα. Είμαι η περίπτωση του ανθρώπου που μπορεί να έχει πέντε χρόνια να πιει ένα ποτήρι γάλα, να πιει ένα κατά λάθος και στη συνέχεια να πίνει ένα ποτήρι γάλα ασταμάτητα για μήνες! Μπορεί να ακούσω κατά λάθος ένα τραγούδι που είχα πάνω από μία δεκαετία να ακούσω και να το ακούω καθημερινά για μήνες.

Μπορεί να αρνούμαι να φάω κάτι δεκάδες φορές και ξαφνικά να θέλω κάθε μέρα να φάω μόνο αυτό το πιάτο, την ύπαρξη του οποίου είχα διαγράψει. Θέλω να πω πως δεν είμαι απλά κάποιος που δεν έχει πρόβλημα να επιστρέψει (σε μια ξεχασμένη συνήθεια, σε μια παλιά δουλειά, σε μια τελειωμένη σχέση ή απλά σε ένα café), αλλά όταν το κάνω, το κάνω σχεδόν εμμονικά, σαν η εμμονή μου να είναι μια προσπάθεια συγχώρεσης. Ωστόσο η επιστροφή στα μη τελειωμένα βιβλία δεν αποτελεί εμμονή: αυτό είναι βέβαιο.

Νομίζω πως ο ένας λόγος που με έπιασε αυτή η παράξενη διάθεση είναι τα ίδια τα βιβλία: ήταν όλα στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι μου, και μάλλον κάθε μέρα πρέπει να μου τραγουδούσαν «τι θα γίνει, φίλε μου, με μας;». Τα βιβλία μιλάνε: όλα τα βιβλία. Εχουν μάλιστα μια μυστήρια υπερηφάνεια: αν δεν τα έχεις διαβάσει, όταν τα κοιτάζεις δεν σου λένε «με αδίκησες» – σου λένε «μη με ξεχνάς». Και όταν τα έχεις διαβάσει δεν σου λένε «ωραία περάσαμε», ούτε «ευχαριστώ για την προτίμηση» αλλά σε ρωτάνε αν τη σχέση μαζί τους τη θυμάσαι. Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος λόγος που ξαφνικά θέλησα να τα τελειώσω: ο χρόνος που επίσης τελείωσε.

Αν και το τέλος του χρόνου καλά-καλά δεν θεωρείται πια τέλος. Το αληθινό τέλος της κάθε χρονιάς είναι πλέον το τέλος του Αυγούστου. Ο κόσμος γυρίζει από διακοπές ή συμβιβάζεται οριστικά με την ιδέα ότι τέτοιες δεν θα κάνει. Ακούς παντού ανθρώπους να κάνουν σχέδια. Μέσα στον Σεπτέμβριο η ανθρωπότητα ζει την πραγματική έναρξη της χρονιάς, δηλαδή την επιστροφή της ρουτίνας.

Οι χειμωνιάτικες γιορτές, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά, ήταν απλώς μια παρένθεση μέσα σε αυτή τη ρουτίνα – μια γλυκιά, χαριτωμένα υπέροχη παρένθεση με μελομακάρονα, δώρα, Αγιους Βασίληδες και δέντρα στολισμένα, αλλά παρένθεση. Η νέα χρονιά λοιπόν δεν άρχισε ουσιαστικά τώρα: τρέχει ξανά μετά από ένα μικρό εορταστικό φρενάρισμα.

Κι όμως φαίνεται πως κάπου μέσα μας το αρχέτυπο, αλλά ξεπερασμένο πλέον ξεκίνημα του χρόνου με τον ερχομό του Ιανουαρίου υπάρχει και λειτουργεί: στη δική μου περίπτωση αυτή τη λειτουργία την κατάλαβα με το να πέσω με τα μούτρα για να τελειώσω βιβλία που είχα αφήσει στη μέση, είμαι όμως βέβαιος πως ανάλογες αντιδράσεις πρέπει να έχουν κι άλλοι. Σίγουρα κάποιοι θα προσπάθησαν τις ημέρες που πέρασαν να κλείσουν με τον καλύτερο τρόπο τους δικούς τους ανοιχτούς λογαριασμούς.

Οι τελευταίες ημέρες του χρόνου (και οι πρώτες του νέου), γλυκούλικες και χαριτωμένες, προσφέρονταν άλλωστε για πρωτοβουλίες που κλείνουν ή ανοίγουν κύκλους: εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς. Προσφέρονταν σε όσους είχαν τσακωθεί με φίλους τους να τα ξαναβρούν με αυτούς. Επέτρεπαν σε όποιους είχαν καβγαδίσει με τους συγγενείς τους να δώσουν τόπο στην οργή. Βοήθησαν όποιους είχαν όρεξη να κάνουν λίγη αυτοκριτική να παραδεχτούν με τη συμπεριφορά τους κάποια λάθη τους και να δείξουν ότι μετάνιωσαν.

«Μα εσύ» θα πει κάποιος «τα βιβλία τα τελείωσες και τα έβαλες στο ράφι. Τι μας ζητάς τώρα, να βάλουμε κι εμείς κόσμο στο ράφι;». Οχι, δεν λέω αυτό: θυμίζω απλώς ότι το μεταβατικό αυτό διάστημα προσφέρεται για αναθεωρήσεις. Αυτό έκανα κι εγώ. Τελειώνοντας το πρώτο μισοτελειωμένο βιβλίο, αυτό που νόμιζα πως δεν ήταν αντάξιο του πρώτου τού ίδιου συγγραφέα, παραδέχτηκα εμπράκτως πως δεν έφταιγε ο συγγραφέας, αλλά οι δικές μου υπερβολικές προσδοκίες.

Τελειώνοντας με το δεύτερο, έδειξα στον εαυτό μου ότι δεν πρέπει να έχω την έπαρση πως γνωρίζω τις ιστορίες των άλλων, ακόμη κι αν μοιάζουν με προηγούμενες. Οταν ολοκλήρωσα το τρίτο, ένιωσα περισσότερο σοφός και όταν ολοκλήρωσα το τέταρτο αισθάνθηκα πως ξέρω πια καλύτερα έναν φίλο μου: δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα αυτό. Την ώρα που άλλαξε ο χρόνος έκανα αυτοκριτική, έμαθα, άλλαξα βιαστικές και λανθασμένες γνώμες και αναθεώρησα επιπόλαιες βεβαιότητες. Θα σας συνιστούσα να κάνετε το ίδιο την άλλη φορά. Κι αν το κάνετε διαβάζοντας και κανένα βιβλίο, ακόμα καλύτερα…

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.