Η πανώλη των μικρών μηρυκαστικών είναι ένα ιογενές μεταδοτικό νόσημα των αιγών και των προβάτων που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Δεν αποτελεί κίνδυνο για τη Δημόσια Υγεία, καθώς δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο, όμως η υψηλή μεταδοτικότητα, νοσηρότητα και θνητότητά της την έχουν συνδέσει με δραματικές επιπτώσεις για την υγεία των ζώων και συνολικά για τη ζωική παραγωγή και την αγροτική οικονομία σε χώρες όπου έχει εγκατασταθεί.
Η σημασία της εκρίζωσης του νοσήματος έχει αναγνωριστεί από τον παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας των Ζώων (WOAH), που την έχει εντάξει στη λίστα με τα σημαντικότερα νοσήματα υποχρεωτικής δήλωσης των ζώων, ο έλεγχος των οποίων θεωρείται άμεσης προτεραιότητας και εξαιρετικής σημασίας. Το νόσημα εισάγεται σε μία εκτροφή κυρίως μέσω της αγοράς/ανταλλαγής μολυσμένων ζώων, ενώ η μετάδοση γίνεται μέσω εκκρίσεων και απεκκρίσεων μολυσμένων ζώων και ευνοείται από την άμεση επαφή και τον συνωστισμό τους.
Για τον έλεγχο του νοσήματος εφαρμόζεται επιδημιολογική επιτήρηση, που περιλαμβάνει τη δημιουργία ζωνών προστασίας και επιτήρησης στα 3 και 10 χλμ., αντίστοιχα, περιμετρικά του επιβεβαιωμένου κρούσματος, και εκρίζωση που περιλαμβάνει την επί τόπου θανάτωση και υγειονομική ταφή του συνόλου των ζώων των μολυσμένων εκτροφών.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα η χώρα μας είναι η άμεση και αποτελεσματική εκρίζωση του νοσήματος, ώστε να αποφευχθεί η ευρεία διασπορά και εγκατάσταση του παθογόνου ιού που θα οδηγήσει στη μετάβαση από το καθεστώς «απαλλαγμένης περιοχής» (στο οποίο βρισκόμασταν πριν από την εμφάνιση του πρώτου κρούσματος) σε καθεστώς «ενζωοτικής περιοχής», εξέλιξη που θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες για την κτηνοτροφία και συνολικά τις αλυσίδες αξίας προϊόντων ζωικής προέλευσης που παράγονται από τα μικρά μηρυκαστικά.
Επομένως, η έγκαιρη και αξιόπιστη διάγνωση είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική επιτήρηση και τον έλεγχο του νοσήματος σε πρώιμο στάδιο. Οι υπάρχουσες εργαστηριακές εξετάσεις, παρά την αξιοπιστία τους, απαιτούν τη συλλογή, τη μεταφορά, την επεξεργασία και ανάλυση των δειγμάτων σε κατάλληλα εξοπλισμένα εργαστήρια, διαδικασία κατά την οποία χάνεται πολύτιμος χρόνος. Η ανάπτυξη μίας διαγνωστικής δοκιμής πεδίου θα προσφέρει ένα ισχυρό όπλο στην αντιμετώπιση του νοσήματος, συμβάλλοντας στην άμεση και επιτόπια διάγνωσή του, χωρίς τη μεταφορά βιολογικού υλικού από την εκτροφή και εξοικονομώντας οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους.
Σε αυτό το πλαίσιο το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ανέλαβε την πρωτοβουλία να προτείνει την ανάπτυξη δοκιμών πλευρικής ροής για την in-situ διάγνωση μολύνσεων καθώς και ανάπτυξη και αξιολόγηση συστήματος in-situ διάγνωσης των ιογενών μολύνσεων με τη χρήση των δεδομένων από τα διαγνωστικά πεδίου. Μάλιστα για την ανάπτυξη των δοκιμών αυτών για την ανίχνευση του ιού PPRV στις ρινικές εκκρίσεις των μικρών μηρυκαστικών θα εφαρμοστούν προηγμένες τεχνικές βασισμένες σε νανοσωματίδια κολλοειδούς χρυσού για τον ποσοτικό προσδιορισμό του υπό μελέτη παθογόνου και τη συγκέντρωση αντισωμάτων έναντι αυτού στα υπό έλεγχο ζώα. Τα τεστ τα οποία θα αναπτυχθούν θα έχουν τη μορφή δοκιμαστικών ταινιών (test strips), παρόμοια με τα self test που χρησιμοποιήθηκαν για την ανίχνευση του κορωνοϊού.
Μάλιστα, η διαδικασία ανάπτυξης του καινοτόμου rapid test εκτιμάται ότι θα έχει ολοκληρωθεί το αργότερο εντός τριμήνου από την έναρξη της χρηματοδότησης, ενώ η εγκατάσταση πλήρως λειτουργικής γραμμής παραγωγής των τεστ σε κλίμακα θα απαιτήσει 4-6 μήνες.
Ο κύριος Σπυρίδων Κίντζιος είναι πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.