Την αμφισβήτηση για την επάρκεια κράτους δικαίου στην Ελλάδα ενίσχυσε κραυγαλέα η πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου, που εκδίκασε την υπόθεση της πυρκαγιάς στο Μάτι με την εκατόμβη των ανθρώπινων θυμάτων, η οποία και προκάλεσε πανελλήνια κατακραυγή. Η ουσιαστική απαλλαγή και των μόλις πέντε καταδικασθέντων με ποινές-χάδι, αν και παραπέμφθηκε σε δεύτερο βαθμό, επαπειλείται και με παραγραφή λόγω της απαράδεκτης καθυστέρησής της, οπότε θα παύσει να υπάρχει δίκη και συνεπώς κατηγορούμενοι.
Ετσι επιβεβαιώθηκε κατά τον πιο κραυγαλέο τρόπο το μείζον πρόβλημα, το οποίο μαστίζει την ελληνική δικαιοσύνη, δηλαδή οι ανεπίτρεπτες καθυστερήσεις στην απονομή της. «Η δικαιοσύνη που απονέμεται με καθυστέρηση τείνει να είναι μη δικαιοσύνη» παραδέχθηκε πρόσφατα η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κυρία Ιωάννα Κλάπα. Πολύ περισσότερο όταν βασικότερη προϋπόθεσή της είναι η εγγύηση ταχείας απονομής της όσον αφορά τις αναπτυξιακές και οικονομικές υποθέσεις από ειδικούς δικαστικούς σχηματισμούς με ειδικά επιμορφωμένους δικαστές. Δυστυχώς στο μείζον αυτό θέμα η Ελλάδα παίρνει αρνητικό βαθμό, καθώς για την όποια απονομή της απαιτούνται ενίοτε περισσότερα από δέκα χρόνια από την κατάθεση της αγωγής, χρόνος δηλαδή πολύ μεγαλύτερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Είναι τόσο μείζον το πρόβλημα των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης ώστε η πειθαρχική ολομέλεια του Αρείου Πάγου αισθάνθηκε την υποχρέωση να προβεί σε οριστική παύση, δηλαδή απόλυση, πέντε δικαστών για ανεπάρκεια άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος λόγω των πολλών καθυστερήσεων στην έκδοση αποφάσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το ότι και οι πέντε απολυθέντες δικαστές είναι γυναίκες θα πρέπει να οφείλεται στο ότι η πλειονότητα των δικαστών μας σήμερα είναι γυναίκες. Το επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι γυναίκες είναι σήμερα και στη θέση προέδρου και εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Φυσικά η παύση ανεπαρκών δικαστών δεν λύνει το πρόβλημα που είναι γενικότερο, οφειλόμενο σε πλήθος προβλημάτων τα οποία μαστίζουν τη δικαιοσύνη στη χώρα μας, μεταξύ των οποίων είναι η απουσία κατάλληλων αιθουσών εκδίκασης, ιδίως αν πρόκειται για μεγάλου ενδιαφέροντος και με πλήθος κατηγορουμένων, όπως η δίκη για το Μάτι, η μη ύπαρξη δικαστικής αστυνομίας και φυσικά η συνεχιζόμενη ασυδοσία στις παρεχόμενες αναβολές των δικών, ιδίως όταν είναι μεγάλης σημασίας και αρκετά περίπλοκες.
Οπως συνηθίζεται, στο ημερήσιο πινάκιο των προς εκδίκαση υποθέσεων προβλέπεται πάντα να ορίζονται στο τέλος οι σοβαρές και δύσκολες υποθέσεις, πράγμα που ελλείψει χρόνου διευκολύνει την αναβολή τους, στην οποία προβαίνουν με ιδιαίτερη συνήθως ανακούφιση οι εκδικάζοντες δικαστές. Φυσικά ενοχοποιείται στο άγος των καθυστερήσεων και η διευκολυντική γι’ αυτές νομοθεσία, η οποία εν πολλοίς οφείλεται στο γεγονός ότι κατά το πλείστον την εισηγούνται σε ό,τι αφορά την ποινική νομοθεσία μεγαλοδικηγόροι, οι οποίοι μετέχουν συχνά ως εισηγητές της και οι οποίοι έχουν κατά νουν το συμφέρον των κατηγορουμένων πελατών τους.
Ως κατακλείδα θα επιμείνω στην καταδίκη της ποινικής μας νομοθεσίας, η οποία συνεχίζει να εξαπατά τους έλληνες πολίτες με την πρόβλεψη της ποινής των ισοβίων, μολονότι τα ισόβια ουδέποτε εκτίονται, αφού το πολύ να ισχύσει η εικοσιπενταετής κάθειρξη. Η ταυτόχρονη πολλαπλή καταδίκη σε ισόβια επιβάλλεται μάλλον προς ικανοποίηση της κοινής γνώμης.