Παρακολουθώντας τον κυβερνητικό ακτιβισμό των τελευταίων ημερών, θα μπορούσε εύκολα κανείς να παρασυρθεί από τον κίνδυνο του συνειρμού. Καθώς η κυβέρνηση επαναλαμβάνει μηχανικά τη λέξη, θα μπορούσε και να θεωρήσει ότι επιτέλους βρήκε τον σωστό δρόμο. Για τις μεταρρυθμίσεις ο λόγος.
Μεταρρύθμιση. Δεν υπάρχει έννοια να συγκριθεί μαζί της στον βαθμό της επανάληψης, στην ένταση της προπαγανδιστικής χρήσης, στην εκμετάλλευση του περιεχομένου της, στην εύκολη και διαρκή επίκλησή της από το σύνολο σχεδόν των κυβερνητικών σχημάτων της τελευταίας 20ετίας. Αν κάτι έστω από τον πληθωριστικό αυτό λόγο γινόταν πράξη, η Ελλάδα θα είχε λιγότερες ανάγκες ζωτικών αλλαγών και θα ήταν καλύτερα οπλισμένη για τη δύσκολη και πάντα απρόβλεπτη διαδρομή.
Δεν συμβαίνει. Το αίτημα των μεταρρυθμίσεων, επίμονο από την ανάγκη, αναγκαστικό από τη ζωή, παρακάμφθηκε επιμελώς στην πορεία και συγκαλύφθηκε με ποικίλα επιφανειακά «αντίγραφά» του, μετατέθηκε στον μέλλοντα χρόνο, ωσάν να είναι όλοι πεπεισμένοι ότι η υπόσχεση είναι στην περίπτωση αυτή πιο χρήσιμη από την πράξη.
Ολες οι αλλαγές είναι δύσκολες. Και η θεωρία έχει μελετήσει την «αντίσταση στην αλλαγή». Αν η θεωρία έχει το προνόμιο να μελετά, η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να πράττει. Και η σημερινή κυβέρνηση, όπως τόσες, ζει και αυτή μέσα στις επιφυλάξεις, τις αμφιβολίες και τις παλινωδίες. Ισως και τον φόβο, αφού κάθε πραγματική μεταρρύθμιση, ως μεταβολή μιας σχέσης εις βάρος της προηγούμενης κατάστασης, γεννά αντιδράσεις, κυοφορεί πολιτικό κίνδυνο και απειλεί την ησυχία των υπευθύνων.
Και ο καιρός περνάει. Οπου δεν υπάρχουν αλλαγές, το παλαιό ριζώνει και περίπου διεκδικώντας δικαιώματα ιδιοκτήτη επικαλείται «τα κεκτημένα», υψώνει τον εαυτό του ως τη μόνη νοητή κατάσταση, δεν αφήνει περιθώρια κάτι άλλο να υπάρξει δίπλα του. Ακολουθεί ο συμβιβασμός. Και εκεί που μια μεταρρύθμιση προς όφελος των πολιτών, της κοινωνίας και της οικονομίας είναι ζωτικής σημασίας, η αναδίπλωση της εξουσίας υπέρ του εαυτού της είναι η πραγματικότητά μας.
Ολοι μιλάνε για μια ριζική μεταρρύθμιση στο κράτος. Δεν υστερεί και η κυβέρνηση σε αυτό το διακηρυκτικό μέτωπο. «Λέμε για να μην κάνουμε», πλανάται στον αέρα η απάντηση. Και συχνά η αλήθεια βρίσκεται στον αντίποδα των λεγομένων. Μια μεταρρύθμιση στο κράτος σήμερα στην Ελλάδα θα σήμαινε την αλλαγή εις βάθος της σχέσης ισχύος που υπάρχει μεταξύ των μερών, εις βάρος του κράτους και υπέρ του πολίτη. Το κράτος αυτό, με τη δουλοκτητική φύση, να εξελιχθεί, ως σύστημα κανόνων και ως αντίληψη, από κράτος απαγορεύσεων σε κράτος δικαιωμάτων.
Πάνω σε αυτό το κενό αναπτύσσεται ένα κυβερνητικός ακτιβισμός διαρρυθμίσεων, σε μικρά, επιμέρους, προσωρινής φύσεως ζητήματα, που ενδύονται φραστικά ως μεταρρυθμίσεις. Είναι πάντα ίδιο το ζήτημα: ιδεολογική επιλογή, πολιτική κατεύθυνση, ψυχικό σθένος και αντοχή μπροστά σε κάθε ανάγκη αλλαγής.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.