Η Ακρα Δεξιά, στην προσπάθειά της να προσεταιριστεί τις γυναίκες ως ένα κρίσιμο εκλογικό μέγεθος, παρουσιάζεται στις μέρες μας πιο φιλική προς αυτές προσαρμόζοντας τη δημόσια εικόνα και ρητορική της στα νέα γυναικεία πρότυπα. Από τη δεκαετία του 2010 γυναίκες αναλαμβάνουν την ηγεσία ακροδεξιών κομμάτων, όπως η Μαρίν Λεπέν, η Τζόρτζια Μελόνι, η Αλις Βάιντελ, η Πία Κιέρσγκαρντ, ενώ δημιουργούνται και ακροδεξιές γυναικείες ομάδες με ενεργή παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι το RRGG (Right Radical Gap Gender), μέγεθος που δείχνει ότι οι γυναίκες ψηφίζουν λιγότερο ακροδεξιά κόμματα από τους άνδρες, το οποίο παρατηρούνταν τις προηγούμενες δεκαετίες, αποδυναμώνεται ή ακόμη και εξαφανίζεται.

Το βασικό όμως πρότυπο γυναίκας που προβάλλει η Ακρα Δεξιά έχει ένα μάλλον παρόμοιο προφίλ «αξιοπρέπειας»: είναι κυρίως γυναίκες λευκές, από πλούσια καταγωγή, πτυχιούχοι, ετεροφυλόφιλες (εκτός από την Αλις Βάιντελ) και μητέρες (ή έχουν την επιθυμία να γίνουν), κάποιες φορές διαζευγμένες, ενώ αντιπροσωπεύουν και μια εικόνα νεωτερικότητας, αφού, ως εργαζόμενες, καταλαμβάνουν θέσεις που παραδοσιακά προορίζονται για άνδρες. Από το πρότυπο αυτό απορρίπτονται φυσικά οι τρανς γυναίκες, οι λεσβίες και συνήθως οι γυναίκες με μεταναστευτική καταγωγή.

Ενώ όμως η Ακρα Δεξιά προβάλλει το παραπάνω πρότυπο γυναίκας, ταυτόχρονα εμμένει συνειδητά στους παραδοσιακούς, μη ιεραρχικούς, ρόλους των δύο φύλων στο πλαίσιο της οικογένειας, με τη γυναίκα ως μητρική φιγούρα να κατέχει πρωταρχική θέση, αφού αυτή μεταδίδει τη βιολογική και πολιτιστική κληρονομιά της κοινότητας, ενώ από τη βιολογική ικανότητά της να γεννά παιδιά απορρέουν επίσης δεξιότητες φροντίδας. Προωθεί δηλαδή μια ουσιοκρατική γυναικεία ταυτότητα και υπερασπίζεται τη λεγόμενη φυσική συμπληρωματικότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, σύμφωνα με το παραδοσιακό μοντέλο της ετεροφυλόφιλης πυρηνικής οικογένειας, όπου η γυναίκα κατέχει το ιερό καθήκον της διαιώνισης του πολιτισμού (ως «πολιτισμό» φυσικά εννοεί τον ευρωπαϊκό, ιουδαιοχριστιανικό, λευκό, δυτικό πολιτισμό).

Για τα κόμματα της Ακρας Δεξιάς ο φεμινισμός και η ισότητα των φύλων αποτελούν κίνδυνο, γιατί «αυτά ευθύνονται» για τη διάλυση της παραδοσιακής οικογένειας

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όσες γυναίκες των κομμάτων της Ακρας Δεξιάς διεκδικούν αξιώματα στη δημόσια σφαίρα αναδεικνύουν την ταυτότητά τους ως γυναίκες και τη χρησιμοποιούν στον πολιτικό ανταγωνισμό, προβάλλοντας τεχνηέντως το επιχείρημα πως «ό,τι κάνω το κάνω για τα παιδιά μου». Παρουσιάζονται έτσι ως «μητέρα της χώρας», με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Μαρίν Λεπέν, η οποία διακήρυξε: «Θα οδηγήσω τη χώρα ως μητέρα: με κοινή λογική, συνέπεια, χωρίς ακρότητες και χωρίς υπερβολές». Συχνά επίσης στον καμβά της δημόσιας παρέμβασής τους οι γυναίκες αυτές υιοθετούν τη θέση μιας «ανήσυχης» μητέρας ή γιαγιάς, με τα «παραδοσιακά θηλυκά θέματα», όπως η ανατροφή των παιδιών, να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, ενώ παρουσιάζονται και ως θύματα της «ηθικής κατάπτωσης» και της ανασφάλειας, δηλαδή ως οι αδύναμοι κρίκοι της σύγχρονης κοινωνίας, όπως τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι, που αξίζουν προστασία.

Για τα κόμματα της Ακρας Δεξιάς ο φεμινισμός και η ισότητα των φύλων αποτελούν κίνδυνο, γιατί «αυτά ευθύνονται» για την πτώση του ποσοστού γεννήσεων, για τη διάλυση της παραδοσιακής οικογένειας και για τους μεικτούς γάμους, με χαρακτηριστική περίπτωση την κυβέρνηση της Ουγγαρίας η οποία εξάλειψε τις Σπουδές Φύλου από τον επίσημο κατάλογο των μεταπτυχιακών προγραμμάτων.

Μια επίσης χαρακτηριστική μεταστροφή της στάσης της Ακρας Δεξιάς έναντι των γυναικών παρατηρείται μετά το MeToo, το οποίο επανενεργοποίησε τον φεμινισμό ενάντια στη σεξουαλική βία και στη βία με βάση το φύλο. Εξαιτίας του MeToo η Ακρα Δεξιά υποχρεώθηκε να αποδεχτεί έναν ορισμένο αριθμό εξισωτικών αξιών και ταυτόχρονα επιχείρησε να οικειοποιηθεί συναινετικά ζητήματα φεμινισμού, όπως η καταγγελία της προαναφερθείσας βίας. Αλλά σε αντίθεση με τον χειραφετικό φεμινισμό που δίνει έμφαση στον ρόλο της πατριαρχίας ή της ανδρικής κυριαρχίας, ο «φεμινισμός ταυτότητας» ή ο «δυτικός φεμινισμός» της Ακρας Δεξιάς ταυτίζει τον σεξισμό με τη μη δυτική μετανάστευση ή με το Ισλάμ, που αποτελούν άλλωστε βασικούς εχθρούς της.

Επιχειρεί δηλαδή η Ακρα Δεξιά να συνδέσει τον σεξισμό με τους μη δυτικούς μετανάστες, επαναφέροντας μια αποικιοκρατική φαντασίωση που απεικονίζει μια λευκή και εύθραυστη γυναίκα που απειλείται από έναν άγριο και υπεραρρενωπό μετανάστη άνδρα. Ετσι η Ακρα Δεξιά απαλλάσσει τον εαυτό της από τον βίαιο και σεξιστικό χαρακτήρα της, ενώ μπορεί και να απευθύνεται σε «αφελείς» ακτιβιστές του φεμινιστικού κινήματος. Δεν διστάζει επίσης να παρουσιάσει την ισότητα και τα δικαιώματα των γυναικών ως μέρος του ευρωπαϊκού DNA και ως απόδειξη της πολιτισμικής υπεροχής του δυτικού πολιτισμού, που εξελίχθηκε σε σχέση με τον μισογύνικο και οπισθοδρομικό αραβο-μουσουλμανικό πολιτισμό, ενώ προβάλλει και την αντίθεση μεταξύ της ελεύθερης λευκής γυναίκας, που μπόρεσε να κερδίσει τα δικαιώματά της χάρη στους αγώνες της, και της μουσουλμάνας/Αφρικανής, που υποβάλλεται σε μια μουσουλμανική/αφρικανική πατριαρχία.

Συμπερασματικά, ενώ η Ακρα Δεξιά προβάλλει ένα φιλικό προς τις γυναίκες προσωπείο, εν τούτοις εξακολουθεί να παραμένει βαθιά σεξιστική, απορρίπτοντας κάθε πολιτική και διανοητική προσπάθεια απελευθέρωσης της γυναίκας από τα χαρακτηριστικά και τους ρόλους που της ανατίθενται με βάση το φύλο της, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να ταυτίσει τον σεξισμό με τη μετανάστευση.

Ο κύριος Ηλίας Μαδεμλής είναι διδάκτορας Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Paris VIII.