Την ώρα που ο Πρωθυπουργός διαπραγματευόταν με τη γερμανίδα καγκελάριο ευρεία γκάμα εθνικών και ευρωπαϊκών θεμάτων, ανάμεσα στα οποία και το Μεταναστευτικό, στη Συκαμιά της Λέσβου αποβιβάζονταν από 15 βάρκες περισσότεροι από 500 πρόσφυγες και μετανάστες προερχόμενοι από τις απέναντι τουρκικές ακτές. Είχε καιρό να συμβεί κάτι τέτοιο, μια τόσο μαζική αποβίβαση. Οσοι έχουν παρακολουθήσει την εξέλιξη του φαινομένου έσπευσαν να δηλώσουν ότι είχαν να δουν τέτοιο κύμα από το 2015, από τη χρονιά που η μεταναστευτική κρίση έλαβε τρομακτικές διαστάσεις, απείλησε την ευρωπαϊκή συνοχή και κλόνισε την ευρωπαϊκή ανεκτικότητα, επιτρέποντας σε ακραίες εθνικιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις να ενισχυθούν συγκροτώντας φοβικά ανθενωσιακά και αντιευρωπαϊκά επιχειρήματα. Στις ελληνικές αρχές επικράτησε, είναι αλήθεια, ανησυχία και οι περισσότεροι δεν έκρυψαν τους φόβους τους για «καθοδηγούμενη ελευθέρωση» προς εξυπηρέτηση γεωπολιτικών και άλλων σκοπών που συνδέονται με την προκλητική τουρκική στάση και τις παράνομες έρευνες για την εξεύρεση υδρογονανθράκων στα όρια της κυπριακής ανεξάρτητης οικονομικής ζώνης και στην ευρύτερη ζώνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Αλλωστε δεν ήταν το μόνο. Το προηγούμενο διάστημα είχαν καταγραφεί σποραδικές αποπλεύσεις σκαφών με πρόσφυγες από τη γειτονική χώρα με προορισμό τα ελληνικά νησιά και βεβαίως είχε προηγηθεί αντίστοιχο προσφυγικό κύμα στην Κύπρο. Η Μεγαλόνησος όλους τους προηγούμενους μήνες δέχθηκε σημαντικό αριθμό προσφύγων απροσδιόριστης προέλευσης. Από τότε που περιήλθαν σε κρίση οι σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Τουρκία το μεταναστευτικό ρεύμα από τα τουρκικά παράλια, τη Συρία και τον Λίβανο διογκώθηκε επικίνδυνα. Σε σημείο που να εισρεύσουν περίπου 15.000 πρόσφυγες αφγανικής και πακιστανικής προέλευσης, δημιουργώντας ασφυκτικές συνθήκες στο νησί. Κατεθύνονταν δε άπαντες στην ευρωπαϊκή και ελεύθερη Κύπρο για ευνόητους λόγους. Οι κυπριακές αρχές βρέθηκαν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και έσπευσαν να ζητήσουν βοήθεια από την Ευρώπη προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις τόσο έκτακτες συνθήκες. Οσο και αν κανείς δεν έλκεται από θεωρίες συνωμοσίας, είναι αδύνατο να αγνοήσει ότι το γεγονός συνέπεσε με τις διεκδικήσεις των γειτόνων και την υποστήριξη Ευρωπαίων και Αμερικανών προς τη θιγόμενη Κύπρο. Κατά μια εκδοχή μάλιστα, το νέο προσφυγικό κύμα συνδέεται με την ευρύτερη γεωπολιτική αντιπαράθεση διεθνών δυνάμεων στην περιοχή, της Ρωσίας και του Ιράν συμπεριλαμβανομένων. Κάτι που αν επιβεβαιωθεί περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση και καθιστά το πρόβλημα μέγιστο, που ξεπερνά κατά πολύ την Ελλάδα και την Κύπρο. Υπό αυτή την έννοια ορθώς ο Πρωθυπουργός έθεσε με ένταση το θέμα στη γερμανίδα καγκελάριο και στις δημόσιες δηλώσεις του στο Βερολίνο έθεσε προ ευθυνών τις ηγεσίες ιδιαιτέρως των βορειοευρωπαϊκών χωρών. Οπως και ορθά ο υπουργός Εξωτερικών κάλεσε και απηύθυνε διάβημα στον τούρκο πρέσβη στην Αθήνα. Οπως λέει και ένας από τους γνώστες των διεθνών πραγμάτων, «στις μέρες μας δεν χρειάζεται να κηρύξει κανείς τον πόλεμο σε μια χώρα, αρκούν τεχνηέντως κατευθυνόμενα κύματα προσφύγων να την αποδιοργανώσουν και να την αποσυντονίσουν». Και όντως, κατά τα φαινόμενα, είμαστε αντιμέτωποι με έναν νέο ακήρυκτο πόλεμο με πολλαπλές συνέπειες. Γεγονός που απαιτεί εγρήγορση, εθνική κινητοποίηση, καλλιέργεια συμμαχιών και βεβαίως διεκδίκηση έμπρακτης βοήθειας και αλληλεγγύης από την πλευρά της Ευρώπης. Οι εταίροι μας οφείλουν να ασφαλίσουν τα ελληνικά ευρωπαϊκά σύνορα και μαζί να αποδεχθούν σχήμα δίκαιης κατανομής των προσφύγων. Και αυτά είναι ελάχιστα και αδιαπραγμάτευτα τούτη τη φορά. ΤΟ ΒΗΜΑ