Παρακολουθώντας τον υπουργό Επικρατείας κ. Ακη Σκέρτσο να απαριθμεί τα κυβερνητικά επιτεύγματα της πρώτης τετραετίας και να υπερασπίζεται το σχέδιο της τρέχουσας δεύτερης τετραετίας, αντιλαμβάνεται ο καθείς ότι διακατέχεται από ιδιότυπο τεχνοκρατισμό και αυστηρή στοχοθεσία. Ολα στην περιγραφή του μοιάζουν τακτοποιημένα και μεταξύ τους συνεκτικά δεμένα, ωσάν η κεντρική και οι επιμέρους πολιτικές να είναι τοποθετημένες σε πολλά αλληλοεξαρτώμενα μεταξύ τους σχήματα.
Τα μέσα και τα εργαλεία πολιτικής επίσης είναι προδιαγεγραμμένα και υπακούουν σε συγκεκριμένους περιορισμούς, εσωτερικούς και διεθνείς, οι οποίοι εν τέλει ορίζουν και το αποτέλεσμα του κυβερνητικού έργου, που στο μυαλό του κ. Σκέρτσου είναι μεγάλο και σπουδαίο, μα στης κοινωνίας τα μάτια φθάνει λειψό και περιορισμένο, πολύ μακριά από τις μεγάλες προσδοκίες που χαρακτήριζαν τόσο την πρώτη νίκη του 2019 όσο και τη διπλή μεταπανδημική του 2023.
Προκύπτει το έλλειμμα, φανερώνεται, δηλαδή, η απόσταση των σχεδίων από το αποτέλεσμα από την ίδια την πενιχρή επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο υπουργός Επικρατείας όταν ερωτάται, π.χ., για τις ελλειμματικές και υποβαθμισμένες ως προς την ποιότητά τους δημόσιες και ιδιωτικές, εγχώριες και ξένες, επενδύσεις.
Εκθειάζει διαρκώς για παράδειγμα την εγκατάσταση Data Centers πολυεθνικών στην Ελλάδα όταν γνωρίζει ότι είναι χαμηλής παραγωγικότητας, με μηδαμινά οφέλη για την ελληνική οικονομία και κοινωνία και δεν έχει τίποτε άλλο σημαντικό να προβάλει από τον εκτιμώμενο πακτωλό επενδύσεων που η κυβερνητική πολιτική υποτίθεται θα έφερνε στη χώρα.
Στην καλύτερη περίπτωση να προσθέσει και εκείνες επί των ακινήτων που η βραχυχρόνια μίσθωση, η εκτίναξη του τουρισμού και η γεωπολιτική διαταραχή ενίσχυσαν, οξύνοντας όμως και καθιστώντας σχεδόν ανυπέρβλητο με την εκτίναξη των τιμών και των ενοικίων το στεγαστικό πρόβλημα για τις νεότερες των οικογενειών. Θα έλεγε κανείς ότι η πολιτική του κ. Μητσοτάκη, αυτή που υπερασπίζεται μετά πάθους ο υπουργός Επικρατείας, φαντάζει τεχνοκρατικά επαρκής, αλλά ούτε τις μεγάλες προσδοκίες ικανοποιεί ούτε την πλειονότητα των πολιτών κινητοποιεί. Αντιθέτως πολλούς αποστασιοποιεί, άλλους αποκαρδιώνει και αρκετούς απομακρύνει.
Ορισμένοι, ακόμη και στον στενό κυβερνητικό κύκλο, εκτιμούν ότι ο κ. Μητσοτάκης είναι αιχμάλωτος του κυρίαρχου και ιδιότυπου χαμηλών προσδοκιών τεχνοκρατισμού που ορίζει και κατευθύνει πια όλες τις πολιτικές και κυβερνητικές δραστηριότητες. Οι πιο προχωρημένοι μάλιστα φθάνουν καθ’ υπερβολήν να μιλούν για κυβέρνηση Σκέρτσου, στην προσπάθειά τους να περιγράψουν την εξάρτηση του κ. Μητσοτάκη από τα δεσμευτικά κουτάκια του υπουργού Επικρατείας.
Ετσι εξηγούνται άλλωστε τόσο οι εσωκομματικές τριβές όσο και η φθορά διαρκείας, όπως αυτή αποτυπώνεται στις πολλές πια έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης. Και αυτό παρότι οι υπόλοιποι διεκδικητές της εξουσίας δεν περνούν και τις καλύτερες των ημερών τους, παρά ευρίσκονται σε μακρά διαδικασία εσωτερικής, σχεδόν ταυτοτικής, αναζήτησης και κρίσης.
Προφανώς ο τεχνοκρατισμός δεν αρκεί για να αποκτήσει η πολιτική όραμα και σχέδιο ικανό να κινητοποιήσει και να συνεπάρει τους πολίτες. Η πολιτική είναι πιο σύνθετη διαδικασία, απαιτεί ξεχωριστές εμπνεύσεις παραγωγής και δημιουργίας, δεν αρκούν οι συνήθεις αυτοματισμοί της ελεύθερης οικονομίας, η δογματική στοχοθεσία και ο έλεγχος των πάντων από το άκαμπτο κέντρο του Μεγάρου Μαξίμου.