Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον πραγματοποιήθηκε μέσα σε μία δύσκολη συγκυρία όπου, λόγω της διαμάχης των ΗΠΑ με το Ιράν, δεν ήταν εύκολο και πρόσφορο να επικεντρωθεί η προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης στις ελληνικές θέσεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ηταν όμως μια επίσκεψη επιβεβλημένη. Θεωρώ, εντούτοις, ότι οι δημόσιες τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού δεν ήταν όσο ευθύβολες θα έπρεπε. Ο ελληνικός λαός επιθυμεί και προσδοκά από τον ηγέτη του να στέλνει ευκρινώς το μήνυμα της αποφασιστικότητας για την υπεράσπιση των εθνικών δικαίων, σε κάθε περίσταση. Επίσης, φάνηκε καθαρά πως το επιτελείο του δεν είχε προνοήσει και προετοιμάσει επαρκώς τον Πρωθυπουργό για όσα θα μπορούσαν να συμβούν σε μία συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ιδιαίτερα τη στιγμή που εξελισσόταν η κρίση με το Ιράν. Και, τέλος, καθώς οι λέξεις έχουν μεγάλη σημασία στη διπλωματία, η επιλογή τους υπήρξε επιεικώς ατυχής: κάθε χώρα προτιμά, μεταξύ δύο, να επιλέξει έναν σύμμαχο που είναι «αξιόπιστος» από έναν σύμμαχο που είναι «προβλέψιμος»-«δεδομένος». Παρά ταύτα, θεωρώ ότι η συνολική αποτίμηση της επίσκεψης δεν ήταν αρνητική. (Και εάν ήταν, φρονώ ότι δεν θα έπρεπε να το διαλαλούμε.)

Είναι όμως φαιδρό και δημαγωγικό να χαρακτηρίζεται από την αξιωματική αντιπολίτευση η επίσκεψη ως «φιάσκο» με το αιτιολογικό ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν καυτηρίασε ή δεν απείλησε ευθέως και δημοσίως την Τουρκία διότι, υποτίθεται, αυτό και τίποτε λιγότερο δεν θα έπρεπε να είναι το αντάλλαγμα που όφειλαν να μας δώσουν οι ΗΠΑ για τη στρατιωτική συμφωνία και τις διευθετήσεις σχετικά με τη βάση της Σούδας.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω