Εάν το γεγονός των τηλεφωνικών υποκλοπών που κυριαρχεί αυτές τις μέρες αναδεικνύει υπολείμματα «βαλκανικής Ελλάδας», ο στόχος-αίτημα δεν μπορεί να είναι άλλος παρά μια «πιο ευρωπαϊκή Ελλάδα». Η έξοδος της χώρας από το καθεστώς της «ενισχυμένης εποπτείας» (enhanced surveillance) στις 20 Αυγούστου – μετά τον τερματισμό της περιόδου των μνημονίων το 2018 – κλείνει ένα επώδυνο ιστορικό κεφάλαιο στην πορεία συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Διήρκεσε δώδεκα ολόκληρα χρόνια, από το 2010 (όταν η Ελλάδα μπήκε στην κρίση χρέους). Στη διάρκεια της περιόδου αυτής η χώρα έφθασε στο χείλος της εξόδου από την ευρωζώνη-ευρώ (Οικονομική και Νομισματική Eνωση – ΟΝΕ) και από την Ευρωπαϊκή Ενωση τελικά. Τα εξιστορεί/αναλύει εύγλωττα ένας βασικός πρωταγωνιστής – ήρωας της περιόδου, ο καθηγητής Ευ. Βενιζέλος στο συναρπαστικό βιβλίο του-πηγή αυτογνωσίας «Εκδοχές Πολέμου 2009-2022». Μέσα στη δωδεκαετία αυτή το «εργαστήριο Ελλάς» έπαθε, έμαθε και δίδαξε πολλά στην Ευρώπη. Εκανε κατά κάποιον τρόπο την Ευρώπη/ΕΕ καλύτερη, με νέα μέσα, εργαλεία και κουλτούρα για την αντιμετώπιση κρίσεων και προκλήσεων. Και αυτό φάνηκε με την εκδήλωση της κρίσης της πανδημίας COVID-19 στις αρχές του 2020. Ηταν η εμπειρία του χειρισμού της ελληνικής κρίσης με τις αδεξιότητες, βραδύτητες, αγαρμποσύνες που οδήγησε στη γρήγορη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η Ευρώπη ήθελε να αποφύγει την επανάληψη των λαθών της που παρ’ ολίγον να οδηγήσουν στη διάλυσή της.

Το τέλος όμως αυτής της επώδυνης περιόδου μπορεί και πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία για ένα νέο κεφάλαιο στη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ενα κεφάλαιο πιο δημιουργικό, αξιόπιστο και βεβαίως πιο «ευρωπαϊκό» αξιακά για τη χώρα. Και έχει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, καθώς – και κυρίως – υπάρχει ευρύτερο πολιτικό consensus (με την εξαίρεση του ΚΚΕ) για τον ενεργό ευρωπαϊκό ρόλο της χώρας στον πυρήνα της ΕΕ. Οπως υπάρχει και ένα ικανό team στελεχών για τον χειρισμό και τη διαμόρφωση μιας νέας πιο «ευρωπαϊκής» στρατηγικής και ατζέντας (υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Μ. Βαρβιτσιώτης, μόνιμος αντιπρόσωπος στην ΕΕ πρέσβης Γ. Βράιλας, κ.ά.).

Μια πιο «ευρωπαϊκή» Ελλάδα σημαίνει (παράλληλα με την προώθηση σειράς μπλοκαρισμένων μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό) την επιδίωξη δέσμης ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων όπως:

Πρώτον, την αποκατάσταση, ως άμεσης επιτακτικής προτεραιότητας, της δημόσιας εικόνας και δημοκρατικής αξιοπιστίας της χώρας. Για διάφορους λόγους, δικαιολογημένους ή αδικαιολόγητους, η Ελλάδα εμφανίζει τώρα πρόβλημα εικόνας και αξιοπιστίας στην ΕΕ. Ελλείμματα στον σεβασμό του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, επαναπροωθήσεις (pushbacks), παρακολουθήσεις τηλεφώνων κ.λπ. έχουν αμαυρώσει την εικόνα της. Και έχουν οδηγήσει σε όχι και τόσο τιμητικές συγκρίσεις της Ελλάδας με χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Είναι αυτονόητη η σημασία της αποκατάστασης της εικόνας και της αξιοπιστίας. Δεν είναι δυνατόν τη στιγμή που ανακτούμε την οικονομική αξιοπιστία και πλησιάζουμε την επενδυτική βαθμίδα να χάνουμε βαθμίδες σε δημοκρατική αξιοπιστία (για να μην αναφερθούμε στις πολιτιστικές, θρησκευτικές αξίες. Η Ελλάδα είναι μαζί με τις Τουρκία, Αρμενία, Μπανγκλαντές). Η αναβάθμιση της ποιότητας της δημοκρατίας συνιστά άμεση προτεραιότητα.

Δεύτερον, η Ελλάδα οφείλει ως προτεραιότητα να δει πιο «ευρωπαϊκά» τη σχέση και τα προβλήματά της με την Τουρκία. Με την έννοια της καλύτερης, δημιουργικής, ευεργετικής αξιοποίησης της ΕΕ για τη διαχείριση και κυρίως την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Εγκαταλείποντας την «τιμωρητική προσέγγιση» που τελικά δεν οδηγεί πουθενά θα πρέπει να στοχεύσει στην ολόπλευρη, συνολική εμπλοκή (engagement) της ΕΕ στο «πρόβλημα Τουρκία» ως αντικειμενικά του μείζονος προβλήματος για τη χώρα (με, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία ενωσιακού μηχανισμού επίλυσης των διαφορών, στενότερο «κλείδωμα» της Τουρκίας στην ΕΕ, παρουσία στην Αν. Μεσόγειο κ.ά.). Υπάρχουν στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες σημαντικά ενωσιακά περιθώρια για αξιοποίηση για την προώθηση ενός νέου τύπου «Ελσίνκι».

Τρίτον, η νέα «μεταεποπτειακή περίοδος» επιβάλλει στην Ελλάδα να εμφανιστεί ως χώρα-πρωτοπόρος στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε όλες τις εκδοχές της (θεσμική, οικονομική, αμυντική κ.ά.). Και με την ενεργό υποστήριξη πρώτα απ’ όλα της ευρείας υιοθέτησης της ειδικής πλειοψηφίας (QMV) στους τομείς που σήμερα υπόκεινται στην παραλυτική ομοφωνία, περιλαμβανομένων και πτυχών της κοινής εξωτερικής πολιτικής (ΚΕΠΠΑ) για την οποία η Ελλάδα φαίνεται να έχει καθολική αντίθεση.

Τέταρτον, με πρωτοποριακές ευρωπαϊκές θέσεις οφείλει επίσης να εμφανιστεί η χώρα για τη διεύρυνση της Ενωσης πρωτίστως με τις χώρες των Δ. Βαλκανίων. Οφείλει ειδικότερα να πάει ένα βήμα πιο πέρα και να υποστηρίξει την ιδέα για την άμεση σταδιακή ένταξη των χωρών, διαδικασία που θα αρχίσει ευθύς αμέσως (παράλληλα με τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων) και θα προχωρά ανάλογα με την πρόοδο που θα πραγματοποιεί η κάθε υποψήφια χώρα.

Η γνήσια «πιο ευρωπαϊκή» Ελλάδα των ανοιχτών οριζόντων με ό,τι αυτό συνεπάγεται θα πρέπει να είναι όραμα απ’ εδώ και πέρα. «Οι κοινωνίες, ανεξάρτητα από το πολιτικό τους σύστημα, βρίσκονται διαρκώς σε μια διαπάλη ανάμεσα στο παρελθόν που διαμορφώνει τη μνήμη τους και στο όραμα που πλάθει το μέλλον τους». Ετσι ξεκινά ο 99ετής Χένρι Κίσινγκερ το νέο του βιβλίο με τον τίτλο «Ηγεσία» (Leadership). Οι ηγεσίες που αρθρώνουν αυτό το όραμα είναι του πολιτικού αναστήματος (statesmen) και της προφητικής επαγγελίας (prophets) που χρειάζεται κάθε χώρα σε κομβικές στιγμές.

Ωστόσο πιο ευρωπαϊκή Ελλάδα σημαίνει πάνω απ’ όλα Ελλάδα των αξιών (στη λογική που εκφράζεται από την Πρόεδρο της χώρας Κατερίνα Σακελλαροπούλου).

 

Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Tελευταίο του βιβλίο: «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης» (Θεμέλιο).