H περίοδος που ξεκινά τον Ιούλιο του 1974 και φθάνει μέχρι τις ημέρες μας σηματοδοτεί τη μακρότερη περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας, θεσμικής πληρότητας και ποιότητας όσον αφορά τη λειτουργία των θεσμών που γνώρισε η χώρα από ιδρύσεως ελληνικού κράτους και κατοχύρωσης της πολιτικής του κυριαρχίας. Στον μισό αιώνα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που μεσολάβησε από τα χαράματα της 24 Ιουλίου 1974 όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός, η χώρα μπήκε σε μια τροχιά εκδημοκρατισμού που συνοδεύτηκε από μια πορεία σύνθετων μετασχηματισμών σε πολιτικό, πολιτειακό, κοινωνικο-οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο.

Αλλοι από αυτούς τους μετασχηματισμούς συντελέστηκαν γοργά και «βελούδινα», ενώ άλλοι, εκτός από το ότι πήραν αρκετό χρόνο μέχρι να ολοκληρωθούν, αποτυπώνουν μια ποικιλία προσανατολισμών και μια διαφορετικότητα ή και αντιθετικότητα εκδοχών όσον αφορά την κατεύθυνση και τα περιεχόμενα πολιτικής με τα οποία εν τέλει θα συνδεθεί η μεταπολιτευτική δημοκρατία.

Τρόπος έκφρασης και συνθήκη συνύπαρξης

Μιλώντας για τη Μεταπολίτευση, συνήθως τονίζονται τα πολιτικά της περιεχόμενα: θεσμικές αλλαγές, πολιτειακές τομές, πολιτικές συγκρούσεις ενίοτε και συνθέσεις συνθέτουν τον καμβά του τελευταίου μισού αιώνα ελληνικής δημοκρατίας. Η Μεταπολίτευση, όμως, είναι και ένα ζωντανό πολιτικό εργαστήριο, στο οποίο οι διαφορετικές γενιές της βιώνουν, εσωτερικεύουν και εξωτερικεύουν, σκέφτονται, αισθάνονται και εκφράζουν όσες και όποιες προκλήσεις – με θετική ή αρνητική χροιά – κουβαλά μαζί της η βαθιά και πολυεπίπεδη εμπειρία που ξεκίνησε το 1974.

Η Μεταπολίτευση είναι αδιαμφισβήτητα μια περίοδος μεγάλων αλλαγών και ένα εγχείρημα ριζικής αναδιοργάνωσης της χώρας. Είναι ακόμη η σύνδεση της χώρας με την Ευρώπη και τον κόσμο. Η Μεταπολίτευση δεν αφορά, ωστόσο, μόνο την πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία. Πρόκειται για μια εμπειρία που διαμορφώνει την κουλτούρα, την ταυτότητα, τα συναισθήματα και το σύστημα αξιών. Είναι ένας τρόπος συλλογικής και ατομικής έκφρασης και μια συνθήκη συν-ύπαρξης.

Η Μεταπολίτευση δεν έχει μια ευθύγραμμη πορεία: υπάρχουν καμπές, κρίσεις, οπισθοδρομήσεις και αμφισβητήσεις τα πενήντα αυτά χρόνια. Κάποιες φορές οι εμπειρίες υπήρξαν πολύ δυνατές και οι συγκρούσεις έφεραν τα πράγματα στα άκρα· όμως η Μεταπολίτευση φάνηκε ανθεκτική, το ίδιο όπως και η συλλογική θέληση για τη συνέχιση μιας διαδρομής πάνω στις ράγες της πολιτικής εμπειρίας που ξεκίνησε το 1974.

Οσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί γι’ αυτά τα πενήντα χρόνια είναι πολλά και σημαντικά. Ωστόσο, δεν έχει αποκωδικοποιηθεί η περίοδος σε όλες τις πτυχές της και, κυρίως, είναι ακόμη ζωντανό το πάθος να συζητήσουμε γι’ αυτήν τη σύνθετη εμπειρία. Στο μεγάλο συνέδριο «Μισός αιώνας δημοκρατίας: Συνέχειες, Κρίσεις, Προκλήσεις» που συνδιοργάνωσαν το Πάντειο Πανεπιστήμιο και το ΕΚΚΕ περισσότεροι από 150 συμμετέχοντες/χουσες εστίασαν, με ματιά ερευνητική, στην κληρονομιά των 50 χρόνων της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας συμβάλλοντας στην πληρέστερη κατανόηση αυτής τη διαδρομής.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).

Οι διαιρετικές τομές στη μεταπολιτευτική Ελλάδα

Της Αλεξίας Κατσανίδου

Illustration ΤΟ ΒΗΜΑ

Η Ελλάδα είναι μια πολυσύνθετη χώρα, με ένα φαινομενικά απλό αλλά σε δεύτερη ανάγνωση πολύπλοκο κομματικό σύστημα. Η πολιτική σύγκρουση αντανακλάται πάνω σε τρεις διαστάσεις, οι οποίες από τη μία είναι όλες παρούσες σε άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες, αλλά σε καμία από αυτές τις δημοκρατίες δεν συνυπάρχουν ταυτόχρονα με τέτοιο βαθμό ανεξαρτησίας μεταξύ τους.

Ο οικονομικός άξονας αφορά την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία με κύριο στόχο την αναδιανομή του πλούτου και τη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας από τη μία και τη συσσώρευση του πλούτου και την απόλυτη ελευθερία της αγοράς από την άλλη. Ο κοινωνικός άξονας βασίζεται στο δίπολο της διατήρησης της παράδοσης καθώς και την προσκόλληση σε πιο συντηρητικές κοινωνικές δομές, από τη μία, και τη ρήξη με το παλιό προωθώντας την αυτοπραγμάτωση και τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, από την άλλη.

Τέλος, ο τρίτος άξονας που ενισχύεται από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την παγκοσμιοποίηση είναι αυτός που διαχωρίζει τους υποστηρικτές μιας ανοιχτής κοινωνίας και κοσμοπολίτικης οικονομίας από εκείνους που προτιμούν τον εθνικό προστατευτισμό και την περιχαράκωση εντός της εθνικής τους κοινότητας.

Παρά το για χρόνια κυρίαρχο δικομματικό σύστημα, στην Ελλάδα συνυπάρχουν και οι τρεις αυτές διαστάσεις, χωρίς απαραίτητα να ευθυγραμμίζονται μεταξύ τους, εκτός από την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο οικονομικός και ο ευρωπαϊκός άξονας συμπτύχθηκαν στη διαιρετική τομή μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα σε μια τόσο εξαιρετική συνθήκη. Πρώτον, πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχουν ένα πολύπλοκο σύστημα πολιτικού ανταγωνισμού με τρεις άξονες και ένα – στη μεγαλύτερη διάρκεια της μεταπολίτευσης – δικομματικό σύστημα. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει να κάνει με την ευελιξία των δύο μεγάλων κομμάτων της μεταπολίτευσης και την πολυσυλλεκτικότητά τους.

Τα πολιτικά κόμματα επιλέγουν στρατηγικά τα ζητήματα πολιτικής με στόχο να προσελκύσουν περισσότερες ψήφους. Πάνω σε αυτά τοποθετούνται δημόσια και τους προσδίδουν ειδικό βάρος, ενώ αποφεύγουν άλλα που δεν συμφέρουν. Οπότε, τονίζουν τον άξονα που μπορεί να αποφέρει μεγαλύτερα εκλογικά κέρδη σε κάθε δεδομένη στιγμή. Ταυτόχρονα, τα δύο πολυσυλλεκτικά κόμματα βρίσκονται στο κέντρο τουλάχιστον σε έναν άξονα, ενώ στις γραμμές τους στρατολογούν στελέχη που τοποθετούνται εκατέρωθεν αυτού του άξονα. Με τον τρόπο αυτόν μπορούν εκφράζουν περισσότερες κοινωνικές ομάδες, ενώ έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν τη θέση που είναι στρατηγικά πιο χρήσιμη. Μια τέτοια αλλαγή θέσης δεν γίνεται συχνά, και εκφράζεται κυρίως με την αλλαγή αρχηγού.

Ενα απλό παράδειγμα είναι οι θέσεις της Νέας Δημοκρατίας στον κοινωνικό άξονα. Ενώ το κόμμα γενικά τοποθετείται στα κεντροδεξιά και είναι υπέρ της διατήρησης της παράδοσης, αν σπάσουμε αυτόν τον άξονα σε επιμέρους πολιτικά ζητήματα γίνεται ξεκάθαρο πως δεν είναι τα πράγματα τόσο απόλυτα. Οι θέσεις της Νέας Δημοκρατίας είναι υπέρ της ασφάλειας, με περισσότερη αστυνόμευση, υπέρ της περιορισμένης μετανάστευσης και κατά μιας φιλελεύθερης πολιτικής ιθαγένειας για μετανάστες. Ομως, στον ίδιο άξονα, το κόμμα ως κυβέρνηση πέρασε τον νόμο υπέρ του γάμου για όλους. Το γεγονός αυτό σκιαγραφεί τη δυνατότητα των ελίτ ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος να διαφοροποιούνται σε συγκεκριμένα ζητήματα.

«Ο άξονας κοσμοπολιτισμού – εθνικισμού κουμπώνει ως ιστορική συνέχεια πάνω στη διαιρετική τομή του εθνικού διχασμού των αρχών του 20ού αιώνα.»

Το δεύτερο ερώτημα αναφέρεται στο τρίπτυχο των αξόνων πολιτικού ανταγωνισμού που παραμένει σταθερό διαχρονικά τόσο ανάμεσα στα κόμματα όσο και όσον αφορά τους πολίτες. Στην Ελλάδα, ο οικονομικός άξονας συνοψίζει την προσπάθεια εξάλειψης οικονομικών ανισοτήτων και τον κεντρικό ρόλο του κράτους. Ενώ κανένα κόμμα, στην πραγματικότητα, δεν θέλει να μειώσει τον ρόλο του κράτους στην οικονομία, κυρίως για πελατειακούς λόγους, είναι τα αριστερά κόμματα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα που τονίζουν τις ιδεολογικές τους τοποθετήσεις στον οικονομικό άξονα. Ο άξονας κοσμοπολιτισμού – εθνικισμού κουμπώνει ως ιστορική συνέχεια πάνω στη διαιρετική τομή του εθνικού διχασμού των αρχών του 20ού αιώνα. Τέλος, η ίδια η δικτατορία και η έννοια της Δεξιάς και κυρίως της αντιδεξιάς των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης έθεσαν τον λεγόμενο κοινωνικό άξονα ως, στην ουσία, τον βασικό άξονα Αριστεράς – Δεξιάς στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Η αντιπαράθεση των δύο κοσμοθεωριών με την υπακοή στον νόμο, την τάξη και ασφάλεια, τη διατήρηση των παραδοσιακών αξιών και της Ορθοδοξίας από τη μία, και την ατομική ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις κοινωνικές ελευθερίες από την άλλη, είναι η πιο διαχρονική και εξακολουθητικά κυρίαρχη διαιρετική τομή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.

Η κυρία Αλεξία Κατσανίδου είναι διευθύντρια στο GESIS – Leibniz Institute for the Social Sciences (Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Γερμανίας), καθηγήτρια Εμπειρικής Κοινωνικής Ερευνας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας.

Μεταπολίτευση και πολιτισμική εξωστρέφεια

Του Δημήτρη Τζιόβα

Illustration ΤΟ ΒΗΜΑ

Εχει διατυπωθεί η άποψη ότι η Μεταπολίτευση αντιπροσωπεύει την πάλη ανάμεσα στην εξωστρέφεια και την εσωστρέφεια. Μέχρι το 1974 η εικόνα της Ελλάδας ήταν αυτή που είχαν φιλοτεχνήσει ξένοι συγγραφείς και μελετητές από τον Αρνολντ Τόινμπι και τον Λόρενς Ντάρελ μέχρι τον Πάτρικ Λι Φέρμορ και τον Ζακ Λακαριέρ.

Μετά την πτώση της δικτατορίας ξεκινά σταδιακά μια τάση εξωστρέφειας με την Ελλάδα να επιδιώκει ένα rebranding, να προβάλλει δηλαδή τη δική της εικόνα προς τα έξω, προσπάθεια που συμβαδίζει με τις αναζητήσεις ελληνικότητας και τη δημοσίευση των δοκιμίων κεντρικών εκπροσώπων της γενιάς του ’30 όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Θεοτοκάς σε συγκεντρωτικούς τόμους. Στη Μεταπολίτευση γίνεται μια συστηματική προσπάθεια εξαγωγής του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό ενώ αρκετά ελληνικά μυθιστορήματα διαδραματίζονται εκτός Ελλάδας. Mια ακόμη ευκαιρία εξωστρέφειας και πολιτισμικής προβολής αλλά και ταυτοτικού αναστοχασμού προσέφερε και η συμμετοχή της Ελλάδας από το 1974 έως σήμερα στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision.

Σε όλη τη Μεταπολίτευση εδραιώνεται η τουριστική εικόνα της χώρας με το εμβληματικό σλόγκαν «ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα». Με την κρίση αυτό το brand name καταρρέει και η αιγαιοπελαγίτικη φαντασίωση αντικαθίσταται από τη δυστοπία του αστικού χώρου και την αίσθηση του αποικιοκρατούμενου, ενώ το τουριστικό σύνθημα μετασχηματίζεται σε: «Live your Greece in myth». Από τη θεώρηση της Ελλάδας ως επίγειου παραδείσου (βλ. Eντμουντ Κίλι, Αναπλάθοντας τον παράδεισο: Το ελληνικό ταξίδι 1937-1947, 1999) καταλήγουμε στην αντιμετώπισή της ως κρυπτο-αποικίας (Μάικλ Χέρτζφελντ) ή αποικίας χρέους. Ορισμένοι μελετητές, κυρίως εκτός Ελλάδας, υποστήριξαν ότι η Ελλάδα ήταν ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα της Δύσης χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ αποικία της, επισημαίνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα είδος πολιτισμικής αποικιοκρατίας που παίρνει τη μορφή «αποικιοποίησης του ιδανικού» και ανατροπής της απατηλής εξωραϊστικής εικόνας.

Μια άλλη συνέπεια της μεταπολιτευτικής εξωστρέφειας ήταν η νέα θεώρηση της ελληνικής διασποράς ή του λεγόμενου απόδημου ελληνισμού. Θυμίζω ότι από το 1974 άρχισε να εκδίδεται στις ΗΠΑ το περιοδικό «Journal of the Hellenic Diaspora» ενώ διακρίνουμε τη μετατόπιση της έμφασης από την ιστορία του ελληνικού κράτους στην ιστορία των ελληνικών παροικιών. Η παλαιότερη προλεταριακή εικόνα του έλληνα μετανάστη έδωσε τη θέση της στη θεώρηση της διασποράς ως δυναμικής και ακμάζουσας και τις αναλογίες με την εμπορική διασπορά πριν από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας και τον πολιτισμικό της ρόλο (το βλέπουμε αυτό και στα μυθιστορήματα του Νίκου Θέμελη). Η διασπορά μέσω του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση των απόψεων της Ελλάδας σε διεθνείς οργανισμούς και ως γέφυρα με χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και των Βαλκανίων.

«Εκτός από τους συγγραφείς που επιστρέφουν από την υπερορία (Δημήτρης Χατζής, Μήτσος Αλεξανδρόπουλος), στη Μεταπολίτευση αυξήθηκαν και οι διασπορικοί συγγραφείς που έγραφαν είτε στα ελληνικά είτε σε άλλες γλώσσες, και είδαν την Ελλάδα με άλλα μάτια.»

Οι ανακατατάξεις στα Βαλκάνια στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υποχρέωσαν επίσης την Ελλάδα να αποδεχθεί τη βαλκανικότητά της και να στρέψει το βλέμμα της στη βαλκανική ενδοχώρα. Αυτό φαίνεται και στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, Το Βλέμμα του Οδυσσέα (1995) και Βαλκανιζατέρ (1997) του Σωτήρη Γκορίτσα αλλά και σε ένα νέο είδος μεθοριακής πεζογραφίας που ασχολείται με εθνοτικά σύνορα και πολιτισμικές μείξεις, προβάλλοντας μια νέα επίγνωση της γεωγραφίας και της σημασίας των τόπων. Μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι συγγραφείς που προέρχονται από την Αλβανία ή την Ελλάδα και προώθησαν τη λεγόμενη «λογοτεχνία των συνόρων», που μπορεί να συνδεθεί και με την εμφάνιση των border studies. Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών έδωσε ώθηση στη συζήτηση περί borderscapes και έστρεψε την προσοχή στη σχετική λογοτεχνία. Τα σύνορα ως νοητικά κατασκευάσματα και ταυτοτικά τοπόσημα μετατοπίζουν την έμφαση από τον συνοριακό αποκλεισμό στη διαπερατότητα των διαχωριστικών γραμμών, προωθώντας την αντίληψή των ταυτοτήτων ως συσχετιστικών και επιτελεστικών.

Εκτός από τους συγγραφείς που επιστρέφουν από την υπερορία (Δημήτρης Χατζής, Μήτσος Αλεξανδρόπουλος), στη Μεταπολίτευση αυξήθηκαν και οι διασπορικοί συγγραφείς που έγραφαν είτε στα ελληνικά είτε σε άλλες γλώσσες, και είδαν την Ελλάδα με άλλα μάτια. Οι περισσότεροι από αυτούς γεννήθηκαν εκτός Ελλάδας και προσπάθησαν να προσφέρουν έναν άλλον τρόπο αντίληψης της ελληνικής ιστορίας. Παρατηρείται έτσι η μετατόπιση από την ιστορία στη γεωγραφία και από την εσωστρεφή στη διασπορική ματιά με μυθιστορήματα που βασίζονται στην κίνηση πέραν του ελλαδικού χώρου και της ελληνικής θεματικής.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ιστορία, Εθνος και Μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση: Τραύμα, Μνήμη και Μεταφορά» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2024).

Η Ελλάδα και η διασπορά της

Της Ελπίδας Κ. Βόγλη

Το τέλος της πολιτικής εσωστρέφειας μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ψήφιση του συντάγματος του 1975 εγκαινιάζει μια πολλά υποσχόμενη περίοδο στις σχέσεις της Ελλάδας με τη διασπορά της. Τουλάχιστον αυτή ήταν η εντύπωση που επικράτησε στις συνεδριάσεις της τετρακομματικής Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής, οι οποίες επικεντρώθηκαν στην τελευταία διάταξη του πολυσυζητημένου άρθρου 23 που τελικά καταχωρήθηκε ως άρθρο 108, αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους την υποχρέωσή του να μεριμνά για την κοινωνική και επαγγελματική ζωή και κυρίως την παιδεία του «απόδημου ελληνισμού».

«Παρά τις ιδεολογικές διαφωνίες τους, όλοι εστίαζαν στο μέλλον, δίνοντας έμφαση στις μεταβολές που ανέμεναν να επιφέρει ο εκδημοκρατισμός της χώρας μεταξύ άλλων και στους δεσμούς της με τη διασπορά.»

Ούτε οι εισηγητές του κυβερνητικού σχεδίου ούτε οι βουλευτές και βουλεύτριες της αντιπολίτευσης έκριναν σκόπιμο να αναφερθούν σε προγενέστερες προτάσεις εκπροσώπων της διασποράς ή παλιότερες υποσχέσεις πολιτικών απέναντί τους που δεν υλοποιήθηκαν και σε πειραματισμούς του παρελθόντος που εγκαταλείφθηκαν χωρίς αιτιολογία (π.χ. το περίφημο «Ετος Απόδημου Ελληνισμού (1951)»). Αντίθετα, παρά τις ιδεολογικές διαφωνίες τους, όλοι εστίαζαν στο μέλλον, δίνοντας έμφαση στις μεταβολές που ανέμεναν να επιφέρει ο εκδημοκρατισμός της χώρας μεταξύ άλλων και στους δεσμούς της με τη διασπορά, της οποίας τα μέλη, όπως αποκάλυπταν αρκετοί βουλευτές, είχαν ήδη εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον για τα προνόμια που προσδοκούσαν λόγω των δεσμών τους με ένα κράτος που πολύ σύντομα θα εντασσόταν στην ΕΟΚ.

Στην πρώτη κοινοβουλευτική συζήτηση της Μεταπολίτευσης για την τροποποίηση του εκλογικού νόμου (1977) τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση συμφώνησαν ότι ήταν δικαίωμα των απόδημων να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα στα προξενικά καταστήματα του τόπου της διαμονής τους, ιδίως εάν κατοικούσαν σε χώρες της ΕΟΚ. Εκτοτε, το επιχείρημα ότι με τη στέρηση αυτού του δικαιώματός τους συνεχιζόταν η καταπάτηση της λαϊκής κυριαρχίας, της καθολικής ψηφοφορίας αλλά και της ισότητας των Ελλήνων προσέφερε τον πυρήνα των επιθέσεων της εκάστοτε αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης, όταν αυτή έφερνε προς συζήτηση νομοθετικά σχέδια για την ανάδειξη των αντιπροσώπων στην εθνική ή την ευρωπαϊκή βουλή.

Αυτομάτως υποδηλώνεται ότι οι απόδημοι απέναντι στους οποίους αναλάμβανε ηθική υποχρέωση η πατρίδα ήταν έλληνες πολίτες, εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους, όσοι ήταν άρρενες είχαν τακτοποιήσει την υποχρέωση της στρατιωτικής τους θητείας και, συνεπώς, όλοι διέθεταν εκλογικό βιβλιάριο. Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που βουλευτές ταύτιζαν στις τοποθετήσεις τους τους απόδημους-πολίτες με τους μετανάστες της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ωστόσο, τα προγράμματα φιλοξενίας «απόδημων ελληνοπαίδων» που οργανώνονταν με έξοδα του ελληνικού κράτους και προοδευτικά πολλαπλασιάζονταν, μετά τη δεκαετία του 1980 παρέδωσαν τη σκυτάλη σε δράσεις που, όπως προέβλεπε ο νόμος του 1996, αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της ελληνικής παιδείας των «ομογενών» στο εξωτερικό.

Τουλάχιστον στον νόμο για την ελληνική παιδεία δεν απαιτήθηκε κάποιος ορισμός των ομογενών, είτε ίσως γιατί μέσω των υπό διοργάνωση σχολικών δικτύων επιχειρήθηκε η χαρτογράφηση της διασποράς τους είτε ίσως για τον λόγο ότι η χρήση του όρου μετά την εγκατάσταση στην Ελλάδα των «παλιννοστούντων ομογενών» από την πρώην Σοβιετική Ενωση ήταν ήδη πολύ συχνή.

Ο όρος «Μεταπολίτευση» δεν περιγράφει ένα μεμονωμένο γεγονός ή τις λίγες στιγμές της εξέλιξής του αλλά την ευρύτερη ενότητα του χρόνου που με αφετηρία τη θεμελίωση της σύγχρονης δημοκρατίας εκτείνεται στον 21ο αιώνα και, κατά μια εκδοχή, συνεχίζεται ακόμη. Στη μεγάλη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι φυσικό ακόμη και το περιεχόμενο όρων όπως ομογενείς ή διασπορά να αναθεωρείται και να αναπροσαρμόζεται υπό τις επενέργειες των εκάστοτε συγκυριών και αναγκών που επιβάλλουν τη χρήση τους σε ένα πολυσύνθετο περιβάλλον μεταβαλλόμενων πολιτικών. Τις αλλαγές της νοηματοδότησής τους και τον προοδευτικό απεγκλωβισμό τους από το δίκαιο του αίματος και τους περιορισμούς της γεωγραφίας αποτυπώνει αποκαλυπτικά, το 2010, η αιτιολογική έκθεση του νόμου για την ταυτότητα του έλληνα πολίτη με το επιχείρημα πως η ιστορική δύναμη της ελληνικής ταυτότητας μπορεί «να ενώνει διαφορετικούς ανθρώπους σε μια δημιουργική κοινή μοίρα», απαλλάσσοντάς τους «από το καθηλωτικό βάρος μιας φυλετικής αντίληψης για το έθνος» καθώς και από την εξάρτηση «από τη βιολογική καταγωγή από κάποιο περιούσιο γένος».

Η κυρία Ελπίδα Κ. Βόγλη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης.