Θλίβομαι από τον τρόπο που οι τρέχοντες πολιτικοί αντιμετωπίζουν την πολιτική του πολιτισμού. Ως οχληρή διεκπεραίωση, κοσμική επίδειξη ή μικροκομματικό ρουσφέτι. Τα εκατοντάδες, φέρ’ ειπείν, αρχαιογνωστικά μας μουσεία θα μπορούσαν εκθέτοντας με υψηλά, αισθητικά κριτήρια, περιοδικά και τη σύγχρονη ελληνική τέχνη πλάι ή δίπλα στα μόνιμά τους αριστουργήματα, να απογειώσουν το σήμερα χωρίς διόλου να προσβάλουν το παρελθόν. Αγωνίζομαι 20 χρόνια για να περάσω και στο ΚΑΣ και στο συμβούλιο μουσείων την άποψη αυτή. Για αυτό και αισθάνομαι δικαιωμένος όποτε τα στεγανά μιας γραφειοκρατικής νοοτροπίας ξεπερνιούνται και απολαμβάνουμε εκθέσεις όπως αυτή σήμερα του γλύπτη Θόδωρου Παπαγιάννη στο Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης ή του Γιώργου Ξένου πριν από λίγο καιρό στο μουσείο των Δελφών. Θυμίζω πως το 2007 είχα τοποθετήσει τις φιγούρες του αείμνηστου Βλάση Κανιάρη ανάμεσα στους θησαυρούς του μουσείου Μπενάκη σπάζοντας τις μουσειολογικές προκαταλήψεις και προκαλώντας τον – αναγκαίο – διάλογο ανάμεσα στις διαφορετικές, πολιτιστικές περιόδους του τόπου. Ζούσε όμως τότε ο απαράμιλλος Αγγελος Δεληβορριάς, ο οποίος ενίσχυε κάθε ρηξικέλευθη άποψη.
Μόλις πριν από δύο μήνες από τη στήλη αυτή επιμέναμε ότι το παλιό μουσείο της Ακρόπολης πάνω στον Ιερό Βράχο πρέπει να λειτουργήσει ως ο συμβολικά σπουδαιότερος εκθεσιακός χώρος της υφηλίου. Κι όχι σαν αποθήκη. Εστω κι αν αυτή η θέση μπορεί να ακούγεται μαξιμαλιστική, τα δύο τρίτα τουλάχιστον του πλανήτη θα την αποδεχτούν ασμένως, και μένει στην πολιτική μας ηγεσία να αξιοποιήσει αυτό το τεράστιο πολιτιστικό-πολιτικό επιχείρημα. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν την ικανοποίησή μου όταν πρόσφατα το υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε τη μετατροπή του ιστορικού αυτού κτιρίου σε μουσείο. Ομως πώς μπορεί να εγκαινιαστεί αυτή η νέα του λειτουργία;
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.