Διαβάζω αυτές τις μέρες μια ωραία μελέτη για τον λεγόμενο «φιλελευθερισμό του ψυχρού πολέμου» και την κληρονομιά του. Πρόκειται για το βιβλίο του ιστορικού Σάμιουελ Μόιν Liberalism against itself. Cold War Intellectuals and the Making of Our World, που κυκλοφόρησε εντός του 2023 από τις εκδόσεις Yale University Press.
Ο Μόιν επιστρέφει σε μερικές σπουδαίες φωνές της εποχής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να δει πώς κτίστηκε μια σκέψη όλο και πιο καχύποπτη για την ιδέα του Διαφωτισμού και την έννοια της προόδου, ένας φιλελευθερισμός του φόβου, όπως θα τον αποκαλέσει η φιλόσοφος Τζούντιθ Σκλαρ. Το επιχείρημα του Μόιν είναι ότι τα μεγάλα τραύματα του πολέμου και του σταλινισμού οδήγησαν κάποιους στοχαστές προς την αμφισβήτηση των αξιών της συλλογικής δράσης και της ορθολογικής πίστης στις δυνατότητες της πολιτικής. Ο φιλελευθερισμός, υπό το κράτος των σοκ της Ιστορίας, γίνεται σκεπτικιστικός και συντηρητικός. Θα γεννηθεί μια σκέψη του φόβου για το Κράτος και υποτίμησης άλλων δεινών όπως οι ανισότητες. Ετσι, έργα μαζικής επίδρασης όπως η Ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της του Καρλ Πόπερ ή οι διαλέξεις του Αϊζάια Μπερλίν για την ελευθερία, απομάκρυναν τον φιλελευθερισμό από ζητούμενα κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτικής ισότητας. Η αποκλειστική επαγρύπνηση κατά του ολοκληρωτισμού έφερε στοχαστές που στον Μεσοπόλεμο ήταν προοδευτικοί σοσιαλδημοκράτες κοντά στον συμβατικό ατλαντισμό του Ψυχρού Πολέμου.
Ο συγγραφέας βυθίζεται στο παρελθόν για να δει, όπως γράφει, τη «διαμόρφωση της εποχής μας». Εχουμε κι εμείς συνεχή πολεμικά συμβάντα και τραγωδίες. Η τρομοκρατία και οι κρίσεις που γεννούν τρομαχτικές εικόνες βρίσκονται γύρω μας. Και βέβαια ζούμε την ατμόσφαιρα ενός νέου ψυχρού πολέμου που φέρνει σε αντιπαράθεση μια ορισμένη Δύση με τη Ρωσία, την Κίνα και ένα μέρος των χωρών του παγκόσμιου Νότου. Οσα γράφει ο Μόιν για τα λάθη των ψυχροπολεμικών φιλελεύθερων του 1950 έχουν βάση. Οντως, οι προτεραιότητες όσων έσπευσαν να υπερασπιστούν τη Δύση και τις τότε φιλελεύθερες δημοκρατίες άφηναν στην άκρη σημαντικά ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και παγκόσμιας αναδιανομής. Διέθεταν όμως και μια ευαισθησία που έλειπε δυστυχώς από τους περισσότερους ριζοσπάστες εκείνης της εποχής: έβλεπαν ως απαραίτητη και σημαντική την άμυνα των (λειψών και προβληματικών σε πολλά) δημοκρατιών απέναντι στους δεδηλωμένους εχθρούς τους.
Σήμερα αναπτύσσονται πάλι δύο λόγοι και τα αντίστοιχα συναισθήματα γύρω από τα δεινά και τις κρίσεις. Για παράδειγμα, ένας λόγος στέκεται μόνο στην κατασταλτική αντιμετώπιση της τρομοκρατίας υποτιμώντας τα προβλήματα δικαιοσύνης και επαρκούς αντιπροσώπευσης. Ενας δεύτερος λόγος, όμως, στο όνομα της δικαιοσύνης ή της απέχθειας για επιμέρους πολιτικές δυτικών κρατών (και κρατών όπως το Ισραήλ) επιστρέφει σε έναν ειρηνισμό της δεκαετίας του ΄60 και σε έναν μονόπλευρο αντι-δυτικισμό. Η πιο φριχτή βία κατά αμάχων μπορεί έξαφνα να βαφτιστεί «πράξεις ένοπλης αντίστασης» και για όλα τα κακά να κατηγορείται ο «σιωνισμός». Αν έτσι οι νεοψυχροπολεμικοί θέλουν αδιάκριτη ισοπέδωση της Γάζας, πολλοί ριζοσπάστες ανθρωπιστές επικριτές της Δύσης ελαχιστοποιούν με ελαφρότητα το αίσχος ολοκληρωτικών και τζιχαντιστικών πράξεων. Οι πρώτοι περιφρονούν την αξία της αναλογικότητας και της προσπάθειας για πολιτικές δικαιοσύνης σε μόνιμη και όχι περιστασιακή βάση. Οι δεύτεροι, στη βάση μιας θερμής ταύτισης με τους εχθρούς των Αμερικανών ή των Ισραηλινών, αναλύουν τον κόσμο με τους όρους ενός τριτοκοσμικού αντι-ιμπεριαλισμού πεντηκονταετίας. Ζούμε όμως σε καιρούς όπου οι αγώνες και οι μέριμνες πρέπει να συνδυάζονται πέρα και έξω από τις μανιχαϊστικές απλουστεύσεις που κόστισαν ακριβά στη σκέψη και στην πολιτική μας αυτεπίγνωση.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.