Το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι ευρωπαϊκός πολιτικός οργανισμός με αποστολή την επεξεργασία και την υιοθέτηση κανόνων και προτύπων και την παρακολούθηση τήρησής τους, επί τη βάσει κοινών αξιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Κορυφαίο νομικό κείμενο όπου εδράζονται αυτές οι αξίες αποτελεί η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αποτελεί το θεμέλιο επί του οποίου οικοδομείται τις τελευταίες δεκαετίες το κράτος δικαίου με βάση το έργο των παρακάτω οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης:

α) Με τις αποφάσεις που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί διαφορών μετά από προσφυγή προσώπων κατά κρατών-μελών. Το Δικαστήριο έχει διαπλάσσει πλούσια νομολογία η οποία επιδρά καθοριστικά στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, ανοίγοντας νέους δρόμους στην ερμηνεία των εθνικών κανόνων δικαίου. Σπουδαία είναι η συμβολή της νομολογίας του ΕΔΔΑ στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και κυρίως στον τρόπο σκέψης των ελλήνων δικαστών ως προς την παράμετρο του χρόνου για την πραγματική άσκηση του ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Η παραδοσιακή αντίληψη ήταν ότι ο χρόνος που μεσολαβεί από την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος μέχρι τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο απονομής της δικαιοσύνης και επομένως οι δικαστές εκδίδουν αποφάσεις χωρίς χρονικές δεσμεύσεις. Η εισαγωγή της έννοιας του ευλόγου χρόνου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει μεταβάλει τα δεδομένα και έχει ανατρέψει κατεστημένες αντιλήψεις οι οποίες οδηγούσαν σε απονεύρωση της δικαστικής προστασίας.

β) Με ένα σώμα κατευθυντηρίων κειμένων που εκδίδουν γνωμοδοτικά και ελεγκτικά όργανα στα οποία περιλαμβάνονται:

1) Η Επιτροπή της Βενετίας που παρέχει συνταγματική βοήθεια στα κράτη-μέλη με τη μορφή γνωμοδοτήσεων για σχέδια συνταγμάτων ή συνταγματικές τροποποιήσεις.

2) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, επιφορτισμένη με τη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των δικαστικών συστημάτων και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των χρηστών των δικαστηρίων.

3) Το Συμβουλευτικό Συμβούλιο Ευρωπαίων Δικαστών που γνωμοδοτεί για θέματα σχετικά με την ανεξαρτησία, την αμεροληψία και την επάρκεια των δικαστών.

4) Το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Εισαγγελέων που παρέχει συμβουλές για την εισαγγελία στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και συλλέγει πληροφορίες για τις εισαγγελικές υπηρεσίες στην Ευρώπη.

5) Η Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς (GRECO) που συνεστήθη για να παρακολουθεί τη συμμόρφωση των κρατών με τα πρότυπα κατά της διαφθοράς.

Τις τελευταίες δεκαετίες οι γνωμοδοτήσεις, οι συστάσεις και τα πορίσματα των οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής Δικαιοσύνης. Η επίδραση συναντάται σε περισσότερα επίπεδα και συγκεκριμένα: α) στην οργάνωση των δικαστηρίων ιδίως στο πεδίο της αναθεώρησης του δικαστικού χάρτη, της εισαγωγής νέων τεχνολογιών, της ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης, β) στο υπηρεσιακό καθεστώς δικαστών και εισαγγελέων, ιδίως στα ζητήματα της αξιολόγησης, του χάρτη δεοντολογίας, της πειθαρχικής και αστικής ευθύνης, των προαγωγών και των μεταθέσεων, γ) στην επιλογή των προεδρείων των ανωτάτων δικαστηρίων με την πρόβλεψη διαδικασίας στην οποία μετέχουν και οι δικαστές, δ) στην εξωστρέφεια της Δικαιοσύνης με την πρόβλεψη υπηρεσιών επικοινωνίας και Τύπου των δικαστηρίων, τον εμπλουτισμό των ιστοσελίδων των δικαστηρίων με πρότυπα δικογράφων και με πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων και τη νομολογία.

Οι ανωτέρω καινοτομίες εισήχθησαν ως ρυθμίσεις στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022) και έδωσαν μια νέα πνοή στην οργάνωση της Δικαιοσύνης. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η σταθερή εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων, διότι η θέσπιση κανόνων δικαίου δεν αρκεί από μόνη της για τη θεραπεία των προβλημάτων και των παθογενειών. Οι εφαρμοστές του δικαίου, εν προκειμένω οι δικαστές, φέρουν το κύριο βάρος και την ευθύνη για τη μετουσίωση των κανόνων δικαίου σε πραγματικότητα. Είναι, για τον λόγο αυτόν, αναγκαίο τα δικαστικά όργανα, μονομελή (π.χ., προϊστάμενοι δικαστηρίων, επιθεωρητές-δικαστές) και συλλογικά (π.χ., συμβούλια επιθεώρησης, υπηρεσιακά και πειθαρχικά συμβούλια) να ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτει το Σύνταγμα και ο νόμος, με αφοσίωση, συνέπεια και σταθερότητα, χωρίς να παρεισφρέουν συντεχνιακές λογικές που ματαιώνουν κάθε προσπάθεια ουσιαστικής μεταρρύθμισης. Και τούτο διότι τα πρόσωπα είναι εκείνα που είτε ζωογονούν τους θεσμούς είτε τους ακυρώνουν στην πράξη πλήττοντας το κύρος τους αλλά και την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η ένταξη της χώρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, και γενικότερα η ευρωπαϊκή της πορεία τα τελευταία 50 χρόνια, αποτελεί θεμελιώδη επιλογή για την καλύτερη οργάνωση της πολιτείας και ειδικά της Δικαιοσύνης προς όφελος της κοινωνίας και του πολίτη που αναζητεί ποιοτική και επίκαιρη δικαστική προστασία από δικαστές ανεξάρτητους οι οποίοι λογοδοτούν για το έργο τους στα αρμόδια όργανα.

Ο κ. Μιχάλης Πικραμένος είναι πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθηγητής Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.