Στο άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος, το απόρρητο της επικοινωνίας κατοχυρώνεται ως «απόλυτο», καταδεικνύοντας τη θεμελιώδη σημασία του δικαιώματος σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Και αυτό γιατί η παραβίασή του προσβάλλει βάναυσα τον πυρήνα της ιδιωτικότητας και της προσωπικότητας. Η άρση του απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας», δηλαδή προστασίας της χώρας από εξωτερικούς κινδύνους, κάμπτει εύλογα, ως εξαίρεση, τον κανόνα. Παρά ταύτα, ως περιορισμός, πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να τηρεί αυστηρά την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα, ενόψει του θεμιτού σκοπού που επιδιώκει.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, όπως ανέδειξε ή για την ακρίβεια επιβεβαίωσε η υπόθεση Ανδρουλάκη, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο: στον εκτελεστικό νόμο του Συντάγματος (ν. 2225/1994) η τυπική νομιμότητα ταυτίζεται ανεπίτρεπτα με την ουσιαστικά ανέλεγκτη πολιτική σκοπιμότητα. Με δεδομένη την αοριστία της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», ο υψηλός αριθμός των διατάξεων άρσης του απορρήτου (15.475 το 2021 έναντι 3.097 βουλευμάτων υπέρ της άρσης για την άλλη εξαίρεση του Συντάγματος, που αφορά τη «διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων») μαρτυρά την πρόδηλη κατάχρηση εκ μέρους των αρχών. Ειδικότερα, η νόμιμη επισύνδεση για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 5 παρ. 1) δεν προϋποθέτει στην εισαγγελική διάταξη την αναφορά της αιτιολογίας, ούτε του ονόματος του προσώπου κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της άρσης, ενώ δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό χρονικής παράτασης της ισχύος της (άρθρο 6). Εξάλλου, με τον ν. 4790/2021 καταργήθηκε, πάλι για την περίπτωση της εθνικής ασφάλειας, η αρμοδιότητα της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) να γνωστοποιεί στον αμέσως ενδιαφερόμενο τη λήψη του μέτρου της άρσης, μετά τη λήξη αυτής, ακόμη και αν δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε. Στον απόηχο των γεγονότων, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 9ης Αυγούστου 2022 προέβλεψε διορθωτικά ότι η άρση του απορρήτου δεν θα αποφασίζεται εφεξής μόνο από έναν εισαγγελικό λειτουργό (έτσι συνέβαινε μετά τη σχετική τροποποίηση του ν. 4531/2018), αλλά και από Εισαγγελέα Εφετών.

Με δυο λόγια, ο εκτελεστικός νόμος ανατρέπει την εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος και  έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 19 παρ. 1, την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 Σ. (περιορισμένη διάρκεια, αιτιολογία, αναγκαιότητα, γνώση της λήξης του μέτρου για την άσκηση του δικαιώματος στη δικαστική προστασία) και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, όπως αυτό εξειδικεύεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ, Szaboì and Vissy v. Hungary, 12/1/2016, Roman Zakharov v. Russia, 4/12/2015). Το Δικαστήριο δέχεται επί της αρχής τη νομιμότητα των παρακολουθήσεων (ακόμη και των μαζικών, ΕΔΔΑ, Centrum för Rättvisa v. Sweden, 25/5/2021) και αναγνωρίζει στα Κράτη μέλη της Σύμβασης περιθώριο εκτίμησης στην οργάνωση του συστήματος της ασφάλειάς τους, αλλά, ταυτόχρονα, επιτάσσει την τήρηση των ως άνω δεσμευτικών προϋποθέσεων. Για τα πολιτικά πρόσωπα και τους (ευρω)βουλευτές, όπως η περίπτωση Ανδρουλάκη, σκόπιμη θα ήταν, λόγω της ιδιαίτερης νομικής τους θέσης, η εισαγωγή στο υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο πρόσθετων διαδικαστικών τύπων, ώστε να αποτρέπεται η αθέμιτη (για λόγους π.χ. πολιτικής αντιπαλότητας) παρακολούθησή τους.

Ελλείψει επαρκών θεσμικών και κανονιστικών εγγυήσεων, η επίκληση της νομιμότητας στην υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων είναι διάτρητη. Αποτελεί κοινό τόπο ότι η προάσπιση της εθνικής ασφάλειας αποτυπώνει τη raison d’Etat στην πιο σκληρή της εκδοχή. Στη συγκρουσιακή εποχή μας, η σχέση μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας συνεπάγεται δύσκολες σταθμίσεις και επώδυνους συμβιβασμούς. Μια εθνική υπηρεσία πληροφοριών δεν μπορεί να εκτίθεται δημοσίως, διότι αυτό θα ήταν αντίθετο στην αποστολή της, που μοιραία τελείται, σε μεγάλο βαθμό, εν κρυπτώ. Από την άλλη, δεν είναι ανεκτό να λειτουργεί σε δικαιοκρατικό κενό, δίχως τα επιβεβλημένα αντίβαρα, ως υποκείμενη στην αυθαιρεσία της εξουσίας. Εξού και η επείγουσα σημασία της πλήρους εναρμόνισης του νόμου με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, μαζί με την ενίσχυση του ελεγκτικού ρόλου της ΑΔΑΕ, ως ανεξάρτητης αρχής. Διαφορετικά, η συζήτηση θα διεξάγεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο ολισθηρό πεδίο της πολιτικής ευθύνης, της πιο ασαφούς μορφής υπαιτιότητας και, ιδίως, καταλογισμού, που δεν υπακούει, όπως η νομική, σε μια ξεκάθαρη σχέση σφάλματος, ζημίας και κύρωσης και προσλαμβάνεται κατά το δοκούν, ανάλογα με τη συγκυρία, την ταυτότητα και το συμφέρον του καθενός. Οταν, όμως, η σκοτεινή πλευρά της ΕΥΠ έρχεται στο φως, δεν καθρεφτίζεται στην παρακολούθηση μόνον ο ενδιαφερόμενος και η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης, αλλά, τραυματισμένο και ταλαιπωρημένο, το πρόσωπο της ίδιας της δημοκρατίας μας.

Ο κ. Γιώργος Καραβοκύρης είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.